Σάββατο 9 Ιουνίου 2012

Β' Τεύχος, Σελίδα 164



Θυμάμαι άφηνες τις μύγες να κάθονται στα χέρια σου και μερικές φορές διασκέδαζες μαζί τους. Τίναξες το καλάμι σου με δύναμη, η πετονιά μπλέχτηκε σε κάτι σύννεφα και τα φεγγαρόψαρα εξαφανίστηκαν τρομαγμένα. Σε κοίταξα τότε μ’ ένα βλέμμα παιδιάστικο και πεισμωμένο. Εσύ γέλασες, άνοιξες το βιβλίο σου και μου ‘κανες νόημα να πλησιάσω. Στην αρχή φοβήθηκα. Είχα μάθει να περιμένω τα πάντα απ’ αυτό το βιβλίο, μα πλησίασα. Παλιό βιβλίο, ταλαιπωρημένο, μα ήταν διαφορετικό απ’ τις άλλες φορές. Είχε μπλε εξώφυλλο κι έγραφε: «Β΄Τεύχος». Άνοιξες στην σελίδα 164 και ξεκίνησες να μου διαβάζεις. Μ’ άρεσε να σ’ ακούω να μου διαβάζεις. Ξάπλωνα στα πόδια σου και στην αρχή άκουγα προσεκτικά. Όμως μετά δεν ήθελα άλλο. Σ’ άφηνα, όμως, να διαβάζεις γιατί σ’ ευχαριστούσε. Κι εμένα δεν μ’ ένοιαζε τι έλεγες. Ήθελα μονάχα να σ’ ακούω. Κι ύστερα μ’ έπαιρνε ο ύπνος – ένας γλυκός κι απαλός ύπνος – κι εσύ χαμήλωνες την φωνή σου, για να μην με ξυπνήσεις. Γλιστρούσαν οι λέξεις στ’ αυτιά μου και τρύπωναν μέσα στα όνειρά μου. Και μου ‘πλαθες κόσμους ολόκληρους, με δέντρα και λουλούδια κι όμορφες θάλασσες και θησαυρούς χιλιάδες. Και νόμιζα πως έτσι θα ‘ναι ο κόσμος και σου ‘λεγα: «Θέλω κι εγώ!».
«Μικρή είσαι ακόμα…» μου ‘λεγες.
«Δεν είμαι! Δεν είμαι! Δεν είμαι!!!». Γέμιζαν δάκρυα τα μάτια μου κι εσύ τα σκούπιζες και τελικά συμφωνούσες.
«Καλά. Δεν είσαι…»
Πάλι έκανες λάθος. Πάλι εγώ είχα δίκιο. Πάλι…
Ψάρεψες τότε ένα κοχύλι και λίγο πριν το βάλεις στ’ αυτί σου για ν’ ακούσεις τι έχει να σου ψιθυρίσει η θάλασσα, στο άρπαξα. «Εγώ πρώτη! Εγώ πρώτη!». Εγώ… Μα δεν άκουγα τίποτα. Δεν ψιθύριζε κανείς. Το πέταξα με μανία στα βράχια κι είδα άλλο κομμάτι να πετάγεται πίσω κι άλλο μπρος. Και πρέπει να σου πω πως ευχαριστήθηκα που το αναιδέστατο κοχύλι είχε το τέλος που του άξιζε. Μου θύμωσες.
«Μου είπες ψέματα! Τα κοχύλια δεν μιλάνε! Δεν μου είπε τίποτα». Ηρέμησες μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.
«Είναι γιατί δεν το άκουσες…»
«Μα δεν μι-λού-σε!»
«Είναι γιατί δεν το άφησες…»
«Ναι, όμως δεν μιλούσε».
«Όχι. Δεν μιλούσε…»
Είδες; Πάλι έκανες λάθος. Πάλι εγώ είχα δίκιο…
Έπαιρνες τότε το βιβλίο σου και ξεκινούσες να μου διαβάζεις – πάντα το Β΄ Τεύχος, την σελίδα 164. Κι εγώ δεν καταλάβαινα γιατί. Υπέθετα ότι σ’ αρέσει να μου διαβάζεις. Μα γιατί πάντα η ίδια ιστορία; Κι ούτε καν θυμάμαι τι έλεγε. Εμένα μ’ έπαιρνε πάντα ο ύπνος. Κι εσύ πάντα μου ‘φτιαχνες έναν κόσμο τεράστιο και όμορφο. Και πώς ήθελες να αντιδράσω, που μια μέρα ξύπνησα κι ο κόσμος είχε μικρύνει κι ήταν άσχημος. Αλήθεια σου λέω, ήταν πιο άσχημος από ποτέ. Κι είχα κάνει λάθος. Και δεν ήμουν πια μικρή. Και προσπαθούσα να διηγηθώ στον εαυτό μου την ιστορία σου, και δεν την θυμόμουν και προσπαθούσα πιο πολύ και δεν καταλάβαινα γιατί δεν σε άκουγα! Γιατί ήμουν τόσο μικρή και δεν σε άκουγα;! Κι έτσι όπως έψαχνα σήμερα ανάμεσα στα βιβλία μου βρήκα ένα που έμοιαζε με το δικό σου. Ήταν μπλε κι έγραφε Β΄Τεύχος. Άνοιξα την σελίδα 164 και διάβασα την ιστορία σου. Διάβασα την αγαπημένη σου ιστορία και δάκρυσα, γιατί πάντοτε είχες δίκιο…