Σάββατο 25 Αυγούστου 2012


Έψαχνα..Ανάμεσα στα στενά της πόλης, σε κάτι μακρινές διαδρομές, στο φως και στο σκοτάδι. Πάνω στη γη, σε άνυδρους τόπους, στους βράχους και στα αγκάθια, σε καταπράσινες πλαγιές, πάνω στα δέντρα. Συνέχεια έψαχνα. Μέχρι που κουράστηκα να ψάχνω και σταμάτησα. Ένιωθα την κούραση τόσο έντονη στο σώμα και την ψυχή μου που ο μόνος τρόπος για να την διώξω ήταν να προσποιηθώ πως δεν υπήρξε ποτέ. Έτσι,λοιπόν, προσποιήθηκα πως δεν υπήρξα ποτέ. Ξαναγεννήθηκα στο "τώρα", χωρίς κατάλοιπα απ' το "χθες", και η αλήθεια είναι πως μ' αγάπησαν. Και μια χειρότερη αλήθεια είναι πως μ' αγάπησα κι εγώ. Και στο λέω τώρα που ξέρω... Μ' αγάπησα. Κι ύστερα ντράπηκα και χάθηκα μες στον μικρό μου παράδεισο, κλείνοντας όλες τις πόρτες πίσω μου. Κι έτσι μόνη, κρυμμένη πίσω απ'τα δέντρα, κάπου ανάμεσα στα κλαδιά, βρήκα αυτό που έψαχνα. Και για άλλη μια φορά ευχήθηκα να μην ήξερα. Και για άλλη μια φορά συνειδητοποίησα πόσο πολύ αγάπησα τον νεογέννητο εαυτό μου. Συνειδητοποίησα πόσο τον αγαπώ, πόσο λάθος είναι, πόσο όμορφα περνούσαμε και πόσο ντρέπομαι γι' αυτόν. Σε μια κίνηση απελπισίας, λοιπόν, πιάστηκα σφιχτά απ' αυτό που βρήκα. Ας συστηθούμε πάλι απ' την αρχή, λοιπόν, κι ας πει ο καθένας τις ιδιότητές του.
- Είμαι η Αννούλα, είμαι γιατρός και θεραπεύω τις αρρώστιες των ανθρώπων.
- Είμαι ο Γιωργάκης, είμαι πιλότος και βοηθάω τους ανθρώπους να φτάσουν γρήγορα στον προορισμό τους.
- Είμαι ένας διχασμένος εαυτός, δεν βοηθάω τους ανθρώπους, ούτε τους θεραπεύω...
- Και τι κάνεις;
- Τους κλέβω. Τους κλέβω χαμόγελα, δάκρυα, βλέμματα, αντιδράσεις. Τους κλέβω συναισθήματα. Κι ύστερα τα μαζεύω σε μια άκρη κι όποτε αισθάνομαι μόνη, βλέπω τα πρόσωπα και τις μορφές, τα χαμόγελα, τα δάκρυα, τα χαμένα βλέμματα κι έτσι κάπως η μοναξιά λιγοστεύει. Εισβάλλω, λοιπόν, χωρίς κανέναν δισταγμό  στις ζωές τους κι αρπάζω ότι βρω. Είχα διαβάσει κάποτε πως η μεγαλύτερη αμαρτία απ' όλες είναι η κλεψιά. Αν κακοποιήσεις ένα παιδί του κλέβεις την αθωότητα και την λάμψη απ' τα μάτια του. Αν σκοτώσεις κάποιον του κλέβεις την ζωή. Εγώ πάλι κλέβω στιγμές...Στιγμές που δεν τολμάω να ζήσω. Κι όμως, η αναγεννημένη έκδοσή μου τις έζησε. Και δεν είχα την ανάγκη να ληστέψω κανέναν.  Κι έτσι όπως λαμπύριζε το φεγγάρι πάνω στην θάλασσα, σκέφτηκα ότι σε λίγο θα τελειώσουν όλα. Θα κλειδώσω τον άλλον εαυτό στο συρτάρι, κι όλα θα γίνουν όπως ήταν πριν. Και μου πέρασε μια τρελή σκέψη απ' το μυαλό...Ο χρόνος μας παίζει περίεργα παιχνίδια. Ίσως, αν τον παρακαλούσα, αν έπεφτα στα πόδια του και τον παρακαλούσα, μπορεί και να μου έδινε μια μικρή παράταση. Λίγα ξενύχτια παραπάνω, λίγες ακόμα υπέροχες στιγμές παρέα με κάμποσα μπουκάλια μπύρας - άλλα γεμάτα κι άλλα άδεια - και ένα σωρό τσιγάρα - άλλα σβησμένα κι άλλα στο στόμα να καίνε. Λίγα πειράγματα ακόμα, λίγα πονηρά βλέμματα και κάτι αθώα σκουντήγματα, που ίσως να μην ήταν και πολύ αθώα, αλλά ποιος νοιάζεται; Κοιτάζω την ώρα κι έχει περάσει...Τελικά, ο χρόνος δεν μου 'κανε το χατίρι. Πάει κι αυτό το καλοκαίρι...