Σάββατο 27 Αυγούστου 2016

Θέλω να σε αγαπήσω αλλά δεν ξέρω πώς...

Βλέπω καρτερικά τα χρόνια να περνούν κι αναρωτιέμαι. Αναρωτιέμαι εγώ τι έκανα για τον άνθρωπο; Εσύ τι έκανες για τον άνθρωπο; Κι αν δεν έχεις κάνει τίποτα, ντρέπεσαι γι' αυτό; Εγώ ντρέπομαι. Μένω ξάγρυπνη τα βράδια και χτυπώ τον εαυτό μου στην πλάτη. Τον παρηγορώ. "Σσσσς, εσύ ντρέπεσαι", του λέω, "Σου' χουν μείνει ακόμα δυο σταγόνες συνείδηση και λίγη ανθρωπιά". Στο βάθος ακούγεται το κλάμα ενός μωρού. Γοερό, διακόπτει τον μονόλογό μου. Τρυπάει τα τύμπανά μου. Θέλω να του φωνάξω να σκάσει. Μπήγω τα δόντια στο κρέας μου να σταματήσω την άνανδρη κραυγή μου. Κόβω ένα κομμάτι σάρκας κι απ' την πληγή δεν τρέχει αίμα. Τρέχει νερό. Νερό γάργαρο και πόσιμο. Κι αντί να ξεδιψάσω κάποιον αφυδατωμένο ταξιδιώτη, πλένω το πρόσωπο και τα χέρια μου. Κι είναι σαν να πλένω το πρόσωπο ενός άλλου και τα χέρια μιας άγνωστης. Τα χέρια της σφίγγουν τα δικά μου. Το πρόσωπό του κολλάει στο δικό μου. "Δεν πειράζει", μου ψιθυρίζει, "γιατί εσύ ντρέπεσαι". Θέλω να του φωνάξω πως πειράζει. Το κλάμα δυναμώνει. Το ξένο χέρι με καθησυχάζει. Ίσως και να μην πειράζει. Ίσως η ντροπή μου να είναι αρκετή. Το κλάμα γίνεται αχνό. Ίσα που τ' ακούω. Μου δίνει ένα φιλί στο μέτωπο. "Δεν πειράζει", ψιθυρίζω, "γιατί εγώ ντρέπομαι". Το κλάμα σταματάει και το νεογνό περιμένει ασάλευτο στην κούνια να το νεκροφιλήσω. Το θέαμα δεν μου κάνει καμία αίσθηση. Ίσως γιατί ποτέ δεν έγινα μάνα. Γέννησα ιδέες και όνειρα, όμως μάνα δεν υπήρξα ποτέ. Τα χείλη μου ακούμπησαν το μάγουλό του. Ήταν αλμυρό απ' τον ιδρώτα μα βελούδινο. Μύριζε κρίνα και ιβίσκους και υακίνθους. Το έσφιξα στην αγκαλιά μου και άφησα ένα δάκρυ να κυλήσει πάνω του με την ελπίδα να του δώσω λίγη ζωή ακόμα. Κι εκείνο πέταξε μακριά μου σαν άγριο γεράκι, σέρνοντας πίσω του ολόκληρη την ζωή μου. Ήθελα να του φωνάξω να σταθεί, όμως η φωνή μου σαν να 'χε βγάλει κι αυτή φτερά, πέταγε μαζί του. Έβγαλε μια κραυγή. Μια ύστατη σπαραχτική κραυγή και χάθηκε. Κι ήταν τότε που το φως του κόσμου λιγόστεψε.

Τετάρτη 24 Αυγούστου 2016

Μ ' ακούς;

Η υγρασία μου τρυπαει το μεδουλι... οι καμπιες ανενόχλητες σουλατσάρουν στα πόδια μου. Κι εγώ μένω ακίνητη και παγωμένη στο βρεγμένο χώμα. Και μόνο οι αργές βαθιές μου ανάσες με διαχωριζουν από τους νεκρούς και κάτι σκιρτήματα που κάνει η καρδιά μου στη σκέψη του προσώπου σου. Μου έρχεται στο μυαλό το ποίημα του Ελύτη και θέλω να φωνάξω "Μ'ακούς? ". Κι η σκέψη μου ακούγεται πιο δυνατά απ όλες τις φωνές του κόσμου μαζί...Κι όμως σιωπή...Λέω στον εαυτό μου πως φταίει η απόσταση που δεν ανταποκρινεσαι...και συνεχίζω να κείτομαι ακίνητη και παγωμένη, δυο ανάσες πριν τον θάνατο. Δυο ανάσες μακροσυρτες μήπως προλάβεις κι απαντήσεις... "Μ'ακούς? "