Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

L' Enterrement / Η Κηδεία



Έλεγα πνίγομαι και κοιτάζω την επιφάνεια. Μα τώρα κολυμπάω προς το βυθό. Με κόπο. Το σώμα μου αρνείται να υπακούσει κι εγώ το αναγκάζω. Και φτάνω. Δένω στο πόδι μου μια αλυσίδα και καταπίνω το κλειδί. Να μην μπορείς να με σώσεις. Να μην μπορεί να με σώσει κανείς. Και θα μείνω με κάτι ξέμπαρκες λέξεις, σαν κι αυτές, να ζεσταίνουν πού και πού την ψυχή μου και κάτι απελπισμένα "σ'αγαπώ" να κρέμονται απ'τα χείλη μου κι ύστερα να εγκλωβίζονται στις φυσαλίδες /  χρυσαλίδες /. Αναπολώ το παρελθόν συχνά τελευταία. Συχνότερα απ' ότι συνήθως. "Μόνο αυτοί που προσπάθησαν πολύ έχουν δικαίωμα στο παράπονο" λέει ο ποιητής. Δεν υπάρχει χειρότερη ήττα, χειρότερη ντροπή από την παραίτηση. Μένω, λοιπόν, δεμένη στο βυθό και πνίγομαι. Ούτε κλάματα, ούτε ουρλιαχτά, ούτε σπασμοί. Μόνο κατάφερα να χωρέσω σ'ένα δάκρυ όλα τα όνειρα που έκανα και το άφησα να κυλήσει ζεστό στο μάγουλό μου. Έπειτα έφτασε στα χείλη μου - ήταν πιο πικρό απ'ότι συνήθως - κι ύστερα έσταξε στο χώμα. Το φαντάστηκα ν'ακολουθεί την διαδρομή προς τον πυρήνα. Αυτήν που ακολουθούν όλα τα ξεχασμένα όνειρα που έπεσαν στο χώμα και δυναμώνουν την φωτιά στην καρδιά της Γης. Μέχρι μια μέρα να μεγαλώσει τόσο που θα καταπιεί ολάκερη την ανθρωπότητα. Τα αποχαιρέτησα, λοιπόν. Σαν μια σωστή κηδεία, μια σεμνή τελετή αποχωρισμού. Κι ύστερα σώπασα κι επικεντρώθηκα στον πνιγμό μου. Καλή αρχή...

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

En Voulant De Réponse...


























Μια χίμαιρα υποθέσεων με καίει. Τα "αν", τα "πως" και τα "γιατί", φλεγόμενοι κομήτες, φτιάχνουν κρατήρες στην ψυχή μου. Ανοιχτές πληγές που στάζουν θύμηση. Πάλι περί αστεριών ο λόγος. /Τρεμάμενο, αλλά αστέρι/ Κι είναι απ'τα πράγματα που δεν ξεχνάς ποτέ σου. Κι αν το ξεχάσω, όταν κοιτάξω τ'αστέρια, θα θυμηθώ. Θα θυμηθώ εσένα. Ίσως γι'αυτό να τ'αγαπώ τόσο πολύ. Τ'αστέρια όμως, μάτια μου, είναι παρελθόν. Μήπως η δήλωσή σου αυτή, άθελά σου ή και ηθελημένα - ποιος να ξέρει; και ίσως να μην μάθει ποτέ κανείς - ήταν προφητική; Τ'αστέρια είναι αυτόφωτα, περνούν την ζωή τους μόνα κι όταν το φως τους στερέψει, πέφτουν. Τα περισσότερα απ'αυτά που βλέπεις έσβησαν πριν πολλά χρόνια. Είναι παρελθόν. Τ'αστέρια είναι μόνα και πέφτουν...
Εγώ εκεί, εσύ εδώ κι όμως πάντα σε κουβαλάω μαζί μου. Κι είναι το βάρος στους ώμους μου ελαφρύ κι ευχάριστο. Μα η ψυχή μου βαραίνει και βουλιάζει. Κι εκείνες οι μισοβουλιαγμένες βάρκες, που με είχαν αναστατώσει τόσο, δεν υπάρχουν. Ίσως να τις ρούφηξε ο χρόνος, τα άδεια βλέμματα των περαστικών ή η θάλασσα. Ίσως πάλι να ήταν μια απάτη του μυαλού μου. Άραγε υπήρξαν ποτέ...;