Παρασκευή 19 Μαΐου 2017

Αιωρούμενες Ψυχές

Είναι κάτι βράδια ξάγρυπνα σαν κι αυτό εδώ απόψε που γερνάω. Και όχι δεν ρυτίδιασε το πρόσωπο μου, τα μαλλιά μου δεν ασπρίσαν και τα χέρια μου είναι απαλά και λεία. Όμως μαύρισε η ψυχή μου. Κάθε μέρα και πιο πολύ μαυρίζει και παγώνει. Γίνεται βαριά και αβάσταχτη. Έτσι μια μέρα θα αναγκαστώ να την αφήσω πίσω. Και θα περιφέρομαι στους δρόμους άψυχη, πιο κρύα κι από πτώμα. Τι έλεγα λοιπόν; Α ναι! Συντονίζεται με τους χτύπους του ρολογιού. Κάθε τικ και πέτρωμα. Κάθε τακ, συρρίκνωση. Σαν τον Ήλιο. Συσπειρώνεται όλο και περισσότερο μέχρι να γίνει μια τόση δα κουκίδα• μικρή και παντοδύναμη. Θα'χει μέσα της κλεισμένα όλα τα παιδιάστικα μου όνειρα, τα όμορφα καλοκαίρια και το φως μου - το ολόδικό μου φως, που θα καίγεται να βρει μια διέξοδο. Ώσπου μια μέρα - μπορεί και νύχτα - θα το κάνει και θα είμαι κι εγώ εκεί. Ο κόσμος μου θα σείεται για ώρες κι εγώ ανήμπορη να ξεφύγω - μα και πού να πάω; - θα στέκομαι ακίνητη και ηττημένη, προσμένοντας. Και τότε οι τοίχοι απ'το δωμάτιο θα γκρεμιστούν. Οι ίδιοι τοίχοι που μέσα τους την ανάθρεψα με τόση ευλάβεια και τόση αγάπη - την ψυχή μου,  την όμορφη ολοφώτιστη ψυχή μου. Αυτοί εδώ οι τοίχοι, λοιπόν, θα την καταπλακώσουν. Και μέσα στα χαλάσματα θα βρουν ένα κουφάρι - σχεδόν αγνώριστο. Κι ίσως κάποιος σταθεί μπροστά στο κηδειόχαρτο μου και αναρωτηθεί το όνομα αυτό σε ποιον ανήκει. Κι έπειτα θα θυμηθεί πως ήταν το όνομα ενός άψυχου ανθρώπου, θα κουνήσει αποδοκιμαστικά το κεφάλι, θα προσπεράσει και θα χαθεί μέσα στη νύχτα...