Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2019

Η κλίση του Ουσιαστικού

Ο έρωτας
Των ερώτων
Οι έρωτες
Έρωτα
Αταξία.
Έρωτά μου. Κτητική αντωνυμία. Ήταν δικός μου. Μόνο δικός μου. Όχι εσύ. Ο έρωτας. Εσύ δεν ανήκεις σε κανέναν. Ελεύθερος περιπλανητής του κόσμου. Κι εγώ; Εγώ, αγρίμι κανονικό. Θεριό ανήμερο μες στο σκουριασμένο μου κλουβί. Ημερεύω με την παρουσία σου. Βάζω μέσα τα νύχια και τα δόντια μου. Το γρύλισμα μου σταματά. Και μένω να γουργουρίζω όπως τα γατιά στα χάδια. Μόνο που δεν έχει χάδια. Κι εγώ ήθελα μόνο αυτό. Ένα χάδι για σένα και για μένα. – Στα γράφω όλα αυτά, ψύχραιμη, με ωραία ολοστρόγγυλα γράμματα γιατί σημασία έχει να κρατάς τον έλεγχο. Κι ας θέλω να ουρλιάξω, να κλάψω υστερικά και να μουτζουρώσω τις σελίδες με ακατανόητα σχήματα και ανύπαρκτες λέξεις. Γιατί πώς να χωρέσω όλη μου την ανυπαρξία στις λέξεις που ήδη υπάρχουν;
Πάλι φοράς αυτό το άρωμα που μου αρέσει. Στέκεσαι δίπλα μου, κλείνω τα μάτια και σε ονειρεύομαι. Ονειρεύτηκα τόσο στην ζωή μου που δεν πρόλαβα να ζήσω. Τα δάκρυα μου καίνε και ψάχνουν απεγνωσμένα διέξοδο. Δεν τους δίνω καμία. Αυτοσυγκράτηση.
Κι αναρωτιέμαι πώς γίνεται ο ήλιος να λάμπει ακόμα; Πώς γίνεται τα πουλιά να κελαηδούν αμέριμνα και οι άνθρωποι ακόμα να χαμογελούν; Αφού δεν μ’ αγαπάς… Πώς γίνεται ο χρόνος να τρέχει κι η ζωή να κυλάει όπως και πριν; Αφού δεν μ’ αγάπησες ποτέ… Σταματήστε τα όλα. Παγώστε τα ρολόγια. Κρύψτε τον ήλιο, να ταιριάξω το γκρίζο του ουρανού με το μέσα μου. Κάψτε όλα τα ποιήματα για τον έρωτα που με ξελόγιασαν. Κρατήστε ενός λεπτού σιγή για όλους τους απελπισμένους. Και τώρα; Τώρα χαμόγελο.
«Καλημέρα»
«Καλημέρα»
Να μην καταλάβει τίποτα κανείς. Να μην καταλάβεις τίποτα εσύ. Να μην καταλάβω ούτε κι εγώ. Καλημέρες χαμογελαστές, λοιπόν από δω και πέρα. Και τα δάκρυα να στάζουν στην ψυχή μου και να δημιουργούν σταλακτίτες πάνω απ’ την καρδιά μου. Με τούτα τα χειρόγραφα να επικυρώνω την εκτέλεση μου. Και τα πλήθη μέσα μου να ξεσηκώνονται στην ιδέα του θανάτου. Κι οι σταλακτίτες ετοιμόρροποι, έτοιμοι, μ’ ένα στραβοπάτημα να τρυπήσουν την καρδιά μου με κίνδυνο να ξεχυθεί μέσα μου σαν χείμαρρος το αίμα και  να πλημμυρίσω από σένα. Κι αυτές οι μέρες οι αβάσταχτες... Κι αυτά τα βράδια που δε λεν να ξημερώσουν... Αν ήσουν εδώ θα σου έλεγα: «Κρυώνω. Πάρε με αγκαλιά. Έξω χιονίζει». Και με τα χέρια σου τυλιγμένα γύρω μου θα ένιωθα σα να έφτασα επιτέλους σπίτι. Αν ήσουν εδώ... Τώρα, άστεγη περιπλανιέμαι στους δρόμους ψάχνοντας ένα τυχαίο κορμί να με ζεστάνει πρόσκαιρα. Για ένα βράδυ, ίσως και δυο. Να ζητιανεύω για λίγη φλόγα δανεική στη μέση ενός κυκλώνα με τον αέρα να λυσσομανάει, σβήνοντας και την παραμικρή μου ελπίδα. Κρυώνω… Φοβάμαι… Δώσε μου λίγα ξερά κλαδιά και κάτι που να καίει – ένα τσιγάρο έστω – να βάλω φωτιά στους φόβους μου. Να τους βλέπω να φλέγονται εμπρός μου. Να φωτιστεί η νύχτα μου κι ύστερα να καταπιώ τις στάχτες. Ελεύθερη πια, να χορέψω ξυπόλυτη στο χιόνι. Να μπορώ να κλάψω, να γελάσω όπως θέλω. Να μπορώ να σ’ αγαπήσω όπως θέλω. Να μπορώ ν’ αγαπήσω και για τους δυο μας. Ν’ αγαπήσω τον κόσμο γύρω μας, τις μέρες και τα βράδια. Ν’ αγαπήσω αυτά που μας χωρίζουν και όλα όσα σε κρατάνε μακριά μου. Αν ήσουν εδώ όλα θα ήταν πιο εύκολα. Ο κόσμος θα ήταν λιγότερο τρομακτικός και οι σκέψεις μου λιγότερο ασυνάρτητες. Να δες…
Ο έρωτάς μου. Εσύ
Των ερώτων τα αμέτρητα σημάδια
Οι έρωτές σου. Ένα μυστήριο
Έρωτα, φωτεινέ πυρήνα της ψυχής μας
Χάος ξανά.

Παρασκευή 19 Μαΐου 2017

Αιωρούμενες Ψυχές

Είναι κάτι βράδια ξάγρυπνα σαν κι αυτό εδώ απόψε που γερνάω. Και όχι δεν ρυτίδιασε το πρόσωπο μου, τα μαλλιά μου δεν ασπρίσαν και τα χέρια μου είναι απαλά και λεία. Όμως μαύρισε η ψυχή μου. Κάθε μέρα και πιο πολύ μαυρίζει και παγώνει. Γίνεται βαριά και αβάσταχτη. Έτσι μια μέρα θα αναγκαστώ να την αφήσω πίσω. Και θα περιφέρομαι στους δρόμους άψυχη, πιο κρύα κι από πτώμα. Τι έλεγα λοιπόν; Α ναι! Συντονίζεται με τους χτύπους του ρολογιού. Κάθε τικ και πέτρωμα. Κάθε τακ, συρρίκνωση. Σαν τον Ήλιο. Συσπειρώνεται όλο και περισσότερο μέχρι να γίνει μια τόση δα κουκίδα• μικρή και παντοδύναμη. Θα'χει μέσα της κλεισμένα όλα τα παιδιάστικα μου όνειρα, τα όμορφα καλοκαίρια και το φως μου - το ολόδικό μου φως, που θα καίγεται να βρει μια διέξοδο. Ώσπου μια μέρα - μπορεί και νύχτα - θα το κάνει και θα είμαι κι εγώ εκεί. Ο κόσμος μου θα σείεται για ώρες κι εγώ ανήμπορη να ξεφύγω - μα και πού να πάω; - θα στέκομαι ακίνητη και ηττημένη, προσμένοντας. Και τότε οι τοίχοι απ'το δωμάτιο θα γκρεμιστούν. Οι ίδιοι τοίχοι που μέσα τους την ανάθρεψα με τόση ευλάβεια και τόση αγάπη - την ψυχή μου,  την όμορφη ολοφώτιστη ψυχή μου. Αυτοί εδώ οι τοίχοι, λοιπόν, θα την καταπλακώσουν. Και μέσα στα χαλάσματα θα βρουν ένα κουφάρι - σχεδόν αγνώριστο. Κι ίσως κάποιος σταθεί μπροστά στο κηδειόχαρτο μου και αναρωτηθεί το όνομα αυτό σε ποιον ανήκει. Κι έπειτα θα θυμηθεί πως ήταν το όνομα ενός άψυχου ανθρώπου, θα κουνήσει αποδοκιμαστικά το κεφάλι, θα προσπεράσει και θα χαθεί μέσα στη νύχτα...

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

L' Enterrement / Η Κηδεία



Έλεγα πνίγομαι και κοιτάζω την επιφάνεια. Μα τώρα κολυμπάω προς το βυθό. Με κόπο. Το σώμα μου αρνείται να υπακούσει κι εγώ το αναγκάζω. Και φτάνω. Δένω στο πόδι μου μια αλυσίδα και καταπίνω το κλειδί. Να μην μπορείς να με σώσεις. Να μην μπορεί να με σώσει κανείς. Και θα μείνω με κάτι ξέμπαρκες λέξεις, σαν κι αυτές, να ζεσταίνουν πού και πού την ψυχή μου και κάτι απελπισμένα "σ'αγαπώ" να κρέμονται απ'τα χείλη μου κι ύστερα να εγκλωβίζονται στις φυσαλίδες /  χρυσαλίδες /. Αναπολώ το παρελθόν συχνά τελευταία. Συχνότερα απ' ότι συνήθως. "Μόνο αυτοί που προσπάθησαν πολύ έχουν δικαίωμα στο παράπονο" λέει ο ποιητής. Δεν υπάρχει χειρότερη ήττα, χειρότερη ντροπή από την παραίτηση. Μένω, λοιπόν, δεμένη στο βυθό και πνίγομαι. Ούτε κλάματα, ούτε ουρλιαχτά, ούτε σπασμοί. Μόνο κατάφερα να χωρέσω σ'ένα δάκρυ όλα τα όνειρα που έκανα και το άφησα να κυλήσει ζεστό στο μάγουλό μου. Έπειτα έφτασε στα χείλη μου - ήταν πιο πικρό απ'ότι συνήθως - κι ύστερα έσταξε στο χώμα. Το φαντάστηκα ν'ακολουθεί την διαδρομή προς τον πυρήνα. Αυτήν που ακολουθούν όλα τα ξεχασμένα όνειρα που έπεσαν στο χώμα και δυναμώνουν την φωτιά στην καρδιά της Γης. Μέχρι μια μέρα να μεγαλώσει τόσο που θα καταπιεί ολάκερη την ανθρωπότητα. Τα αποχαιρέτησα, λοιπόν. Σαν μια σωστή κηδεία, μια σεμνή τελετή αποχωρισμού. Κι ύστερα σώπασα κι επικεντρώθηκα στον πνιγμό μου. Καλή αρχή...

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

En Voulant De Réponse...


























Μια χίμαιρα υποθέσεων με καίει. Τα "αν", τα "πως" και τα "γιατί", φλεγόμενοι κομήτες, φτιάχνουν κρατήρες στην ψυχή μου. Ανοιχτές πληγές που στάζουν θύμηση. Πάλι περί αστεριών ο λόγος. /Τρεμάμενο, αλλά αστέρι/ Κι είναι απ'τα πράγματα που δεν ξεχνάς ποτέ σου. Κι αν το ξεχάσω, όταν κοιτάξω τ'αστέρια, θα θυμηθώ. Θα θυμηθώ εσένα. Ίσως γι'αυτό να τ'αγαπώ τόσο πολύ. Τ'αστέρια όμως, μάτια μου, είναι παρελθόν. Μήπως η δήλωσή σου αυτή, άθελά σου ή και ηθελημένα - ποιος να ξέρει; και ίσως να μην μάθει ποτέ κανείς - ήταν προφητική; Τ'αστέρια είναι αυτόφωτα, περνούν την ζωή τους μόνα κι όταν το φως τους στερέψει, πέφτουν. Τα περισσότερα απ'αυτά που βλέπεις έσβησαν πριν πολλά χρόνια. Είναι παρελθόν. Τ'αστέρια είναι μόνα και πέφτουν...
Εγώ εκεί, εσύ εδώ κι όμως πάντα σε κουβαλάω μαζί μου. Κι είναι το βάρος στους ώμους μου ελαφρύ κι ευχάριστο. Μα η ψυχή μου βαραίνει και βουλιάζει. Κι εκείνες οι μισοβουλιαγμένες βάρκες, που με είχαν αναστατώσει τόσο, δεν υπάρχουν. Ίσως να τις ρούφηξε ο χρόνος, τα άδεια βλέμματα των περαστικών ή η θάλασσα. Ίσως πάλι να ήταν μια απάτη του μυαλού μου. Άραγε υπήρξαν ποτέ...;


Σάββατο 27 Αυγούστου 2016

Θέλω να σε αγαπήσω αλλά δεν ξέρω πώς...

Βλέπω καρτερικά τα χρόνια να περνούν κι αναρωτιέμαι. Αναρωτιέμαι εγώ τι έκανα για τον άνθρωπο; Εσύ τι έκανες για τον άνθρωπο; Κι αν δεν έχεις κάνει τίποτα, ντρέπεσαι γι' αυτό; Εγώ ντρέπομαι. Μένω ξάγρυπνη τα βράδια και χτυπώ τον εαυτό μου στην πλάτη. Τον παρηγορώ. "Σσσσς, εσύ ντρέπεσαι", του λέω, "Σου' χουν μείνει ακόμα δυο σταγόνες συνείδηση και λίγη ανθρωπιά". Στο βάθος ακούγεται το κλάμα ενός μωρού. Γοερό, διακόπτει τον μονόλογό μου. Τρυπάει τα τύμπανά μου. Θέλω να του φωνάξω να σκάσει. Μπήγω τα δόντια στο κρέας μου να σταματήσω την άνανδρη κραυγή μου. Κόβω ένα κομμάτι σάρκας κι απ' την πληγή δεν τρέχει αίμα. Τρέχει νερό. Νερό γάργαρο και πόσιμο. Κι αντί να ξεδιψάσω κάποιον αφυδατωμένο ταξιδιώτη, πλένω το πρόσωπο και τα χέρια μου. Κι είναι σαν να πλένω το πρόσωπο ενός άλλου και τα χέρια μιας άγνωστης. Τα χέρια της σφίγγουν τα δικά μου. Το πρόσωπό του κολλάει στο δικό μου. "Δεν πειράζει", μου ψιθυρίζει, "γιατί εσύ ντρέπεσαι". Θέλω να του φωνάξω πως πειράζει. Το κλάμα δυναμώνει. Το ξένο χέρι με καθησυχάζει. Ίσως και να μην πειράζει. Ίσως η ντροπή μου να είναι αρκετή. Το κλάμα γίνεται αχνό. Ίσα που τ' ακούω. Μου δίνει ένα φιλί στο μέτωπο. "Δεν πειράζει", ψιθυρίζω, "γιατί εγώ ντρέπομαι". Το κλάμα σταματάει και το νεογνό περιμένει ασάλευτο στην κούνια να το νεκροφιλήσω. Το θέαμα δεν μου κάνει καμία αίσθηση. Ίσως γιατί ποτέ δεν έγινα μάνα. Γέννησα ιδέες και όνειρα, όμως μάνα δεν υπήρξα ποτέ. Τα χείλη μου ακούμπησαν το μάγουλό του. Ήταν αλμυρό απ' τον ιδρώτα μα βελούδινο. Μύριζε κρίνα και ιβίσκους και υακίνθους. Το έσφιξα στην αγκαλιά μου και άφησα ένα δάκρυ να κυλήσει πάνω του με την ελπίδα να του δώσω λίγη ζωή ακόμα. Κι εκείνο πέταξε μακριά μου σαν άγριο γεράκι, σέρνοντας πίσω του ολόκληρη την ζωή μου. Ήθελα να του φωνάξω να σταθεί, όμως η φωνή μου σαν να 'χε βγάλει κι αυτή φτερά, πέταγε μαζί του. Έβγαλε μια κραυγή. Μια ύστατη σπαραχτική κραυγή και χάθηκε. Κι ήταν τότε που το φως του κόσμου λιγόστεψε.

Τετάρτη 24 Αυγούστου 2016

Μ ' ακούς;

Η υγρασία μου τρυπαει το μεδουλι... οι καμπιες ανενόχλητες σουλατσάρουν στα πόδια μου. Κι εγώ μένω ακίνητη και παγωμένη στο βρεγμένο χώμα. Και μόνο οι αργές βαθιές μου ανάσες με διαχωριζουν από τους νεκρούς και κάτι σκιρτήματα που κάνει η καρδιά μου στη σκέψη του προσώπου σου. Μου έρχεται στο μυαλό το ποίημα του Ελύτη και θέλω να φωνάξω "Μ'ακούς? ". Κι η σκέψη μου ακούγεται πιο δυνατά απ όλες τις φωνές του κόσμου μαζί...Κι όμως σιωπή...Λέω στον εαυτό μου πως φταίει η απόσταση που δεν ανταποκρινεσαι...και συνεχίζω να κείτομαι ακίνητη και παγωμένη, δυο ανάσες πριν τον θάνατο. Δυο ανάσες μακροσυρτες μήπως προλάβεις κι απαντήσεις... "Μ'ακούς? "

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2016

Heartbeat

Ξάπλωσα στην αγκαλιά σου κι ακούμπησα το κεφάλι μου στο στήθος σου. Άκουγα την καρδιά σου να χτυπάει ρυθμικά. Ένα τακ δυνατό κι άλλα δυο πιο σιγανά κι ύστερα πάλι απ'την αρχή. Έπρεπε να το απομνημονεύσω. Κι όταν περάσουν τα χρόνια και δεν είσαι πια εδώ, μπορεί να μην θυμάμαι το χρώμα των ματιών σου - τα ολοφώτιστά σου μάτια - ή το άγγιγμα των χεριών σου, όμως θα θυμάμαι τον χτύπο της καρδιάς σου. Ένα τακ δυνατό κι άλλα δυο πιο σιγανά κι ύστερα πάλι απ'την αρχή. Και πέρασαν τα χρόνια και δεν είσαι πια εδώ και κάθε χτύπος της καρδιάς μου μοιάζει με σένα. Ένα "μου λείπεις" δυνατό κι άλλα δυο πιο σιγανά κι ύστερα πάλι απ'την αρχή...