Δευτέρα 4 Απριλίου 2011

"...Δυο τρεμάμενα αστέρια στον ουρανό..."



Ακόμα μια μέρα πέρασε και πλησιάζουμε. Πλησιάζουμε, πού; Δεν ξέρω να σου πω… Αυτό που ξέρω να σου πω είναι ότι ήλπιζα να κάνω μια ανάρτηση που να γράφει μόνο: Όλα καλά και να το εννοώ. Κι επίσης ξέρω ότι ακόμα ένα βράδυ τράβηξα μια γραμμή σ’ εκείνο το αυτοσχέδιο ημερολόγιο που βρίσκεται πάντα κάτω απ’ την ζωγραφιά της Υρώς και πάνω από εκείνες τις άδοξες προσπάθειες να γράψω κάτι. Κι επίσης ξέρω ότι δεν είναι όλα καλά και πως δεν μπορώ να το γράψω. Όμως έτσι για αντίδραση, θα το γράψω κι ας είναι ψέμα.

Όλα καλά, λοιπόν…

Ένα ακόμα βράδυ φτάνει στο τέλος του, με τα μάτια μου να καίνε και το κεφάλι μου να με πονά αφόρητα απ’ την προσπάθεια να συγκρατήσω τα δάκρυα. Τα καταφέρνω. Κάθε φορά τα καταφέρνω. Όμως, μέχρι πότε; Και δεν κλαίω γιατί μου φωνάζει. Ούτε γιατί με νευριάζει. Να,… είναι που περιμένει τόσα πολλά από μένα, είναι που περιμένουν τόσα πολλά από μένα κι εγώ δεν είναι ότι δεν μπορώ… απλά δεν θέλω. Έτσι για το «γαμώτο»! – Μα για το «γαμώτο» θα χαραμίσεις την καριέρα σου, θα μου πεις… Ναι. Για ένα «γαμώτο». Και ξέρεις γιατί; Γιατί ποτέ σου δεν με ρώτησες:
– Τι θέλεις να κάνεις, όταν τελειώσεις; Πάντα με ρωτούσες: – Πού θέλεις να σπουδάσεις; ή – Τι θέλεις να περάσεις; Ενώ αυτό που θέλω να κάνω δεν σπουδάζεται και δεν μαθαίνεται σε θρανία ή σχολικά βιβλία. Δεν μπορεί κανένας στεγνός, απρόσωπος και γλοιώδης καθηγητής να μου διδάξει αυτά που επιθυμώ. Μπορείς, μήπως εσύ να μου πεις γιατί φτιάχτηκε ο κόσμος; Ποια η χρησιμότητα των ανθρώπων σ’ αυτή τη Γη, αφού μόνο να την καταστρέφουν και να την περιφρονούν ξέρουν; Γιατί υπάρχει ο θάνατος και γιατί να ζήσω να τον δω; Τι είναι η ζωή και τι είναι πίστη; Ποιος είναι ο Θεός και γιατί υπάρχει; Τα γράφουν αυτά τα βιβλία σου; Δεν τα γράφουν… Γιατί αν τα έγραφαν, δεν θα με διάβαζες. Κι εγώ, δηλαδή, δεν θα είχα τι να γράψω. Όπως έλεγα, λοιπόν, πέρασε ακόμα ένα βράδυ μ’ ένα φτιαχτό χαμόγελο σε μια διαδρομή απ’ την εξώπορτα μέχρι την πόρτα του δωματίου μου. Το φοράω και δεν το βγάζω αυτό το χαμόγελο μέχρι να κλείσει πίσω μου η πόρτα και να σιγουρευτώ πως ο καθένας είναι στη θέση του. Κι αν καμιά φορά ξεχαστώ και καθρεφτιστεί η ψυχή μου στο βλέμμα μου, ακούω πάντα την ίδια φράση με τον ίδιο παιχνιδιάρικο τόνο (που οφείλω να ομολογήσω ότι θα μου λείψει τα βράδια που δεν θα ‘μαι καλά): – Τι έχει το κοριτσάκι μου εμένα; Αμέσως σηκώνω το βλέμμα, φτιάχνω ένα χαμόγελο (αυτή τη φορά αληθινό) κι οι λέξεις λες και βγαίνουν από μόνες τους κάθε φορά: – Τίποτα, μπαμπάκα, λίγο κουρασμένη είμαι. Κι έχω τη συνείδησή μου καθαρή, γιατί δεν του λέω ψέματα. Είμαι κουρασμένη. Κουρασμένη απ’ τα ηλίθια «πιστεύω» μου, απ’ τις ανόητες φιλοδοξίες μου, απ’ τα χαζά μου όνειρα κι από μένα την ίδια.
– Έλα, πάψε πια να παραπονιέσαι! Δες τι γίνεται στον κόσμο!!! Κι εσύ μυξοκλαίς…γιατί; Για το τίποτα!
Καλά τα λες φίλε μου. Κλαίω για το τίποτα… Ω, συγγνώμη. Μυξοκλαίω, ήθελα να πω, για το τίποτα. Γιατί αν δεν μυξοκλάψω τώρα, τώρα που ξέρω ότι είναι οι τελευταίες μέρες που βλέπω τους ανθρώπους μου (γιατί, όσο κι αν θέλω να κρατάω αποστάσεις, είναι οι άνθρωποί μου), πότε θα μυξοκλάψω; – Οι τελευταίες μέρες; Είσαι τρελή! θα μου πεις… Μάλιστα, οι τελευταίες μέρες, γιατί πράγματι είμαι τρελή και δεν ξέρω αν θα γυρίσω ποτέ ή αν θα ζήσω για να γυρίσω. Κι αν γυρίσω, πού να πάω; Στον μπαμπά μου; Εντάξει, το βράδυ θα πηγαίνω σ’ αυτόν. Τα πρωινά, όμως, το μεσημέρι και τ’ απογευματάκι, ποιος θα με περιμαζεύει; Και σ’ εσένα ακόμη γνωστέ μου άγνωστε, δεν θα μπορώ να ‘ρθω… Μα, δεν θα με θυμάσαι! Δεν σε κατηγορώ. Είσαι απ’ τη φύση σου έτσι κι ούτε που το καταλαβαίνεις. Το κάνεις ασυναίσθητα.
Με κοροϊδεύει η Α. που δεν την αφήνω να καπνίσει, ενώ εγώ έχω ήδη αρχίσει. –Μπα, για σένα δηλαδή κάνει, αλλά για μένα όχι; μου το ‘λεγε, μου το ξανάλεγε… Εγώ είμαι χαμένη υπόθεση της έλεγα, καμένο χαρτί, της ξανάλεγα και απορούσε. Δεν είχα άλλη επιλογή. Της έδειξα τα κοψίματα στα δάχτυλά μου. Όχι να το παινευτώ, αλλά είναι περίτεχνα κοψίματα. Διακριτικά, δεν φαίνονται με την πρώτη ματιά, αρκετά βαθειά για να τρέξουν λίγο αίμα και να κάνουν τη δουλειά τους. Εξαγνισμό, κάθαρση, βιολογικό καθαρισμό,… ανωμαλία, όπως θέλεις πες το… Δεν με νοιάζει… Και ξέρεις, Exiled Hussar, αναρωτιόμουν κι εγώ αν γεννηθήκαμε σε λάθος στιγμή. Σε λάθος πόλη ή χώρα; Σε λάθος κόσμο, μήπως; Μήπως γράφουν γι’ αυτά τα βιβλία σου; Και πάλι δεν νομίζω. Αλλιώς δεν θα είχες λόγο να ξοδεύεις τον χρόνο σου έτσι και να με διαβάζεις… Κι εγώ νομίζω δεν θα είχα τι να γράψω. Στο ξανάπα αυτό, έτσι δεν είναι…;;; Κι αυτόν τον τίτλο που διάλεξα τον έβαλα σε εισαγωγικά γιατί δεν θυμάμαι πού το διάβασα. Μπορεί να το έγραψε κάποιος μεγάλος ποιητής, κάποια ερωτοχτυπημένη στο Facebook, κάποιος μέσα σ' ένα blog. Μπορεί να το έγραψα κι εγώ...Μην με πιέζεις, σου λέω, δεν θυμάμαι...

2 σχόλια:

The exiled Hussar είπε...

Μάλλον δεν θα μάθουμε ποτέ αν προοριζόμασταν για εδώ ή όχι.
Αυτή η κούραση κι εμένα με φοβίζει. Καμιά φορά πιάνω τον εαυτό μου στο μάθημα να σκέφτεται μια ρουτίνα κάπου στο μέλλον.
Ξέρεις, είναι δύσκολο να πάρεις μεγάλες αποφάσεις από τώρα. Ακούγεται πολύ μεγάλο για τα χρόνια μας. Μην το βλέπεις έτσι. Κι εγώ συμβιβάστηκα κι εγώ ήθελα άλλα πράματα. Αλλά τώρα ήρθαν όπως ήρθαν. Όπου μας βγάλει.

Flying.High.Dead.Angel είπε...

Δύο είναι τα πράγματα που με φοβίζουν αφόρητα σ' αυτή τη ζωή. Και τα δύο κατάφερες να τα συμπεριλάβεις στο σχόλιό σου, οπότε συγχαρητήρια...τρέμω.:)
Το γεγονός ότι πρέπει να συμβιβαστώ με πολλά πράγματα, ακόμα και με την ίδια τη ζωή κι αυτό το "όπου μας βγάλει" χωρίς να ξέρω τι γίνεται, με φοβίζουν όσο τίποτα...