Τετάρτη 31 Αυγούστου 2011

Bon Voyage


Ίσως θα πρέπει για αρχή να γράψω: καλώς σας βρήκα, μιας κι έχει περάσει σχεδόν ένας μήνας από την τελευταία φορά που έγραψα κάτι. Όμως νομίζω πως δεν έφυγα ποτέ, οπότε δεν έχει χαιρετούρες.
Νομίζω πως έχω αρχίσει να «αναρρώνω». Νομίζω πως νιώθω υγιής. Δεν κόβω πια τα δάχτυλά μου, αν και έχουν μείνει κάποιες διακριτικές ουλές, και τα βράδια πλέον κοιμάμαι. Πέρασα στο Πολυτεχνείο Κρήτης, στα Χανιά. Εντάξει, δεν είναι αυτό που ήθελα, αλλά… δεν με πειράζει και πολύ. Άλλωστε έχω σκοπό μόλις τελειώσω να πάω και στην Καλών Τεχνών. Γενικά αυτές τις μέρες με διακατέχει μια αισιοδοξία πρωτόγνωρη. Επιφυλάσσομαι για την διάρκειά της. Νομίζω ότι είμαι χαρούμενη που πέρασα εκεί. Τελικά, όσο πιο μακριά τόσο το καλύτερο. Βέβαια, δεν ξέρω αν χαίρομαι πιο πολύ γιατί πέρασα ή γιατί θα ανέβω σε αεροπλάνο. Όπως και να’ χει όμως, χαίρομαι κι αυτό έχει σημασία. Βέβαια ο φόβος συνεχίζει να υπάρχει, αλλά μεταξύ μας ποιος δεν φοβάται να ξεκινήσει μια καινούρια ζωή; Αν και νομίζω ότι άλλο είναι αυτό που με φοβίζει περισσότερο. Η μέρα των γενεθλίων μου. Θα είμαι σε μια ξένη πόλη, που απέχει εκατοντάδες χιλιόμετρα απ’ το σπίτι μου, και θα πρέπει να περάσω την πιο δύσκολη μέρα του χρόνου μόνη μου. Δύσκολη, ναι. Κάποιοι άνθρωποι χαίρονται με τα γενέθλιά τους, άλλοι τα ξεχνάνε κι άλλοι δεν τους δίνουν σημασία. Εγώ τα φοβάμαι και τα μισώ. Συνήθως καταφέρνω και τα ξεχνάω, όμως πάντα μου τα θυμίζουν μ’ ένα πάρτι «έκπληξη». Τώρα, λοιπόν, πώς θα τα ξεχάσω; Κι αν τα ξεχάσω, ποιος θα μου τα θυμίσει; Ας είναι, όμως… Μέχρι τότε έχει ο καιρός γυρίσματα…ελπίζω. Ευχάριστα, δυσάρεστα, καλά, κακά νέα, δάκρυα χαράς και λύπης, όλα μαζί τα συναντάω κι όλα μαζί τα παθαίνω. Αλλά, κάθε αρχή και δύσκολη. Έτσι δεν λένε; Καλή αρχή, λοιπόν, γιατί την Παρασκευή πετάω. Πετάω και είναι οριστικό…

Παρασκευή 12 Αυγούστου 2011

Βρέχει αστέρια... Κι εμείς...


Μήνυμα χωρίς χρέωση: 14844 ώρα Ελλάδος από τον ΟΤΕ. Η χρέωση είναι 0,30€ από σταθερό και 0,50€ από κινητό ανά κλήση…Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι 22 και 24 και 20 δευτερόλεπτα… Σήμερα βρήκα ένα καταπληκτικό σπίτι στην Θεσσαλονίκη. Φυσικά πρέπει να πάω να το δω και να διευκρινίσω αν είναι και τα κοινόχρηστα στην τιμή. Και, βέβαια, πρέπει πρώτα να βγουν οι βάσεις για να σιγουρευτώ ότι πέρασα εκεί.  Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι 22 και 24 και 30 δευτερόλεπτα… Αύριο η τελευταία μέρα στην δουλειά μου. Α, ναι! Ξέχασα… Βρήκα δουλειά! Κάτι σαν γραμματέας, κάτι σαν λογίστρια… Η τελευταία μέρα, λοιπόν, που βλέπω τον Νίκο. Κρίμα… Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι 22 και 24 και 40 δευτερόλεπτα… Χτύπησα το τατουάζ που σου έλεγα! Ω, ναι. Όχι, δεν πόνεσε πολύ. Μπορώ να πω πως δεν πόνεσε καθόλου. Είναι πολύ ωραίο. Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι 22 και 24 και 50 δευτερόλεπτα… Αύριο, λοιπόν, επιστρέφω στην Νικήτη. Και δεν πρόλαβα να σου πω ούτε καν ένα γεια. Δεν πρόλαβα να σε ρωτήσω τι κάνεις, πώς περνάς και τι πρόοδο έχεις κάνει. Δεν πρόλαβα ούτε καν να αποφασίσω τι θα κάνω μαζί σου τελικά κι ο καιρός όλο και πλησιάζει, ο χρόνος όλο και λιγοστεύει. Δεν με πιστεύεις; Να άκου… Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι 22 και 25 ακριβώς… Και που λες σήμερα, θα βρέξει αστέρια. Ναι, αστέρια! Δεν το ήξερες; Στήθηκα, λοιπόν κι εγώ μπροστά στο παράθυρο της κουζίνας, αγνοώντας επιδεικτικά την στοίβα με τα πιάτα που με περίμενε υπομονετικά στον νεροχύτη, για να δω αυτό το υπερθέαμα. Σκοτείνιασε, λοιπόν, κι εγώ ακόμη περιμένω… Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι 22 και 25 και 10 δευτερόλεπτα… Κοιτάζω τον ουρανό, όμως, δεν βλέπω τίποτα. Ψάχνω παντού για να δω ένα αστέρι, όχι να πέφτει. Όχι, δεν ζητάω τόσο πολλά. Θέλω μόνο να βρω ένα που να λάμπει ακόμα… Μα πού στο καλό εξαφανίστηκαν όλα τ’ αστέρια; Δεν βρίσκω ούτε ένα. Βλέπω μόνο τα φώτα της απέναντι καφετέριας και το τσιμέντο από την τράπεζα απέναντί μου, που κάθε φορά που προσπαθώ ν’ αγγίξω λίγο ουρανό με το βλέμμα μου, με κρατάει εγκλωβισμένη, με πνίγει. Και προσπαθώ ν’ ακούσω τουλάχιστον τον ήχο από τ’ αστέρια που πέφτουν, όμως ούτε κι αυτό είμαι ικανή ν’ ακούσω. Μπορώ μόνο ν’ ακούσω το καινούριο hit της Lady Gaga από την ίδια καφετέρια, κάτι μεθυσμένους πιο εκεί να βρίζουν και τον συναγερμό της τράπεζας. Βρέχει αστέρια! Ακούς; Βρέχει αστέρια… Κι εμείς… Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι 22 και 25 και 20 δευτερόλεπτα… Κι ο χρόνος κυλάει σαν νερό. Σου το είπα; Κι εγώ δεν το αντέχω. Δεν το πιστεύω! Γι’ αυτό παίρνω κάθε λίγο και λιγάκι κι ακούω την ώρα. Μήπως και έχω κάνει κανένα λάθος στο μέτρημα των λεπτών, των δευτερολέπτων ή και των ωρών και τελικά τα χρόνια δεν έχουν περάσει τόσο γρήγορα. Όμως, αυτή η φωνή είναι τόσο ανελέητη! Δεν με λυπάται ποτέ! Όσες φορές και να πάρω πάντα μου υπενθυμίζει πόσο γρήγορα περνάει ο χρόνος. Κι εγώ την αφήνω να μου μιλάει, μέχρι να κουραστεί, να κλείσει η γραμμή και μετά μένω μέσα στο δωμάτιο ν’ ακούω τον μονότονο ήχο που κάνει το τηλέφωνο, όταν κλείνει η γραμμή. Κι αν δεν με πιστεύεις άκου κι αυτό…

Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι 22 και 25 και…










Κυριακή 7 Αυγούστου 2011

"Ύστερα ανακαλύψανε και τις πυξίδες για να πεθαίνουνε κι αλλού, και την απληστία για να μένουν νεκροί για πάντα"

 Ε, λοιπόν φίλε μου ξέρεις τι χρειάζεσαι? Χρειάζεσαι μια μεταμόσχευση εγκεφάλου, μήπως και αποκτήσεις λίγο μυαλό. Και ξέρεις και τι άλλο χρειάζεσαι? Χρειάζεσαι μια μάγισσα να 'ρθει και ν' αλλάξει τα πάντα στη ζωή σου. Να φτιάξει ένα από εκείνα τα μαγικά της φίλτρα, να σου το δώσει να το πιεις και μετά να μπεις εσύ στη θέση τη δική μου. Και χρειάζεσαι και λίγη φαντασία. Μα πού στο διάολο πήγε όλη η φαντασία σου? Κοιτάς στον ουρανό και βλέπεις μόνο σύννεφα. Ούτε ένα μανιτάρι, ούτε ένα λιοντάρι, ούτε καν έναν στρατιώτη που φοράει πανοπλία και καπνίζει δεν μπορείς πια να διακρίνεις...Μεγάλωσες. Άλλαξες. Ωρίμασες. Όχι, δεν είναι όμως αυτό. Κι εγώ μεγάλωσα, κι εγώ άλλαξα, κι εγώ ωρίμασα, όμως βλέπω ακόμα περίεργα πλάσματα να σχηματίζονται στα σύννεφα. Φτιάχνω ακόμα μικρές κατασκευές από φύλλα, ή μικρά ξύλα. Κόβω ακόμα λουλούδια και τα κρύβω στα πιο αγαπημένα μου βιβλία για να τα βρω κάποια μέρα και να δακρύσω. Εσύ, όμως? Τι σου συνέβη, φίλε μου? Τι άλλαξε? Τι σε άλλαξε? Δεν θυμίζεις σε τίποτα τον εαυτό σου. Μόνο τα κλαδιά από τα δέντρα της αυλής σου συνεχίζεις να κόβεις όπως έκανες παιδί κι είναι το μόνο που με βοηθάει να σε αναγνωρίζω. Κι εκείνη η σχεδία που είχαμε φτιάξει όταν ήμασταν παιδιά... Άραγε την έχεις καταχωνιάσει κάπου ή την έσπασες σε κομματάκια και την έριξες στο τζάκι του καινούριου σου σπιτιού? Και την σκηνή που φτιάξαμε από καλάμια? Κι εκείνη την διέλυσες? Ω, μα ναι... Αυτό το θυμάμαι κι εγώ. Νομίζω πως εδώ βοήθησα κι εγώ... Όμως, εγώ τουλάχιστον συνεχίζω να μιλάω στις γάτες και στους σκύλους και σ' εκείνα τα ψόφια ψάρια που βρίσκω στην ακτή. Ξέρεις, φίλε μου, τι άλλο χρειάζεσαι? Χρειάζεσαι κάποιον να σου θυμίσει τα παλιά. Να θυμηθείς τότε, που σκαρφαλώναμε στις ετοιμόρροπες σκεπές των παλιών σπιτιών και οι ένοικοι έβγαιναν τρομαγμένοι, νομίζοντας πως γίνεται σεισμός ή πως κάποιο γιγάντιο ποντίκι επιτίθεται στο σπίτι τους. Ή εκείνα τα απογεύματα που ανεβαίναμε με τα ποδήλατα ως την άκρη ενός λοφίσκου, παίρναμε φόρα και βουτούσαμε με τα ποδήλατα στη θάλασσα. Ξέρεις, τι άλλο χρειάζεσαι, φίλε μου? Χρειάζεσαι κάποιον να σου δώσει πίσω την αθωότητα σου. Όλοι αυτό χρειαζόμαστε. Χρειαζόμαστε περισσότερες ώρες μέσα στην θάλασσα, κάτω απ' τον ήλιο μέσα στο μεσημέρι χωρίς ίχνος αντηλιακού, να παίζουμε με την σανίδα σου. Να σκαρφαλώνουμε σε βράχια, να με σπρώχνεις - δήθεν τυχαία- και να πέφτω στη θάλασσα, κάνοντας μούσκεμα τα ρούχα μου. Ξέρεις, τι άλλο χρειάζεσαι, παλιέ μου φίλε? Χρειάζεσαι εμάς. Μας χρειάζεσαι όλους και μας χρειάζεσαι τόσο, όσο σε χρειαζόμαστε κι εμείς. Να με κοροϊδεύεις γιατί δεν μπορώ να κάνω ποδήλατο χωρίς χέρια, όμως να μην αφήνεις άλλον άνθρωπο να το κάνει ούτε για αστείο. Χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλον και μας χρειάζεται κι η γειτονιά. Να παίζουμε στην μπασκέτα που μας έφτιαξε ο παππούς μου από καδρόνια, να παίζουμε κλέφτες κι αστυνόμους στην απέναντι αυλή, να σηκώνουμε την γειτονιά στο πόδι απ' τις 5 και να κλείνουμε τον δρόμο κάθε φορά που παίζουμε ποδόσφαιρο. Χρειαζόμαστε τον Γιάννη πίσω και μια χαμένη παιδική ζωή. Τελικά, φίλε μου, καλέ μου φίλε, χρειαζόμαστε ένα θαύμα...