Σάββατο 16 Απριλίου 2011

Κάπου προς το τέλος


...It's a hollow play, but they'll clap anyway...

Τι είναι αυτό, ε; Μπορείς να μου εξηγήσεις; Τι στο διάολο κάνεις; Πονάει η ψυχή μου όταν βασανίζεσαι έτσι. Το καταλαβαίνεις; Φυσικά και όχι. Αν το καταλάβαινες, τώρα δεν θα είχαμε φτάσει εδώ που φτάσαμε. Μετά μου λες να κοιτάω ψηλά, να μην παρατάω τα όνειρά μου και να ‘μαι αισιόδοξη. Κι όταν σε ρωτάω τι κάνεις, χαμηλώνεις το κεφάλι, κάτι μουρμουρίζεις και αλλάζεις θέμα. Και γιατί ποτέ σου δεν μιλάς για σένα; Γιατί προσπαθείς να με γιατρέψεις. Τι άλλο πρέπει να κάνω για να καταλάβεις ότι η περίπτωσή μου είναι ανίατη; Γιατί με κάνεις να αισθάνομαι ένα εντελώς εγωπαθέστατο πλάσμα; Δεν είμαι! Κι αν είμαι, δεν θέλω να ‘μαι πια! Και κάτι που σου είχα γράψει, δεν το διάβασες ποτέ. Ξέρεις τι έκανες; Διάβαζες το ένα γράμμα μετά το άλλο, τη μια λέξη μετά την άλλη, διάβαζες τις προτάσεις, μα ποτέ σου δεν διάβασες την ψυχή μου. «Ωραίο», μου είχες πει. Μα δεν περιμένω αυτό. Δεν με νοιάζει αν είναι ωραίο. Και στο κάτω-κάτω ποιος είσαι εσύ, και ποιος είναι ο οποιοσδήποτε, που θα κρίνει αν η ψυχή μου είναι ωραία; Δεν ξέρω… Ίσως φταίω κι εγώ. Ίσως δεν μπόρεσα, τελικά, να την χωρέσω σ’ εκείνο το χαρτί και μισή πώς να τη διαβάσεις και πώς να καταλάβεις; Κι εκείνη η φράση που μου ‘πες πριν μήνες… Λες κι έμπηξες ένα παλούκι ακριβώς στο κέντρο της ψυχής μου και τ’ έφερνες σβούρες. Δεν είμαι εσύ. Μην προσπαθείς, λοιπόν, να με γλιτώσεις από τις ερινύες που κυνηγούν εσένα. Και σταμάτα επιτέλους να μ’ αγνοείς όταν σου ζητάω διέξοδο. Με κυνηγούν, θέλουν να μου κάνουν κακό, το νιώθω σου λέω, το αισθάνομαι. Συναντάω μια μόνο πόρτα που είναι ανοιχτή, μέσα στις δεκάδες που υπάρχουν και μπαίνω μέσα, σου μιλάω, κλαίω, φωνάζω όσο με πλησιάζουν, κι εσύ… Εσύ μου ρίχνεις ένα βλέμμα κι επιστρέφεις στη συζήτησή σου λες και δεν είμαι εκεί. Σε κοιτάζω καλά-καλά, κι ενώ έχει θιχτεί ο εγωισμός μου, κάθομαι σε μια καρέκλα ακριβώς πίσω σου, έχοντας το σώμα σου για ασπίδα, γιατί ξέρω πως εκεί δεν θα με βλάψουν. Όμως για πόσο; Σε λίγο φεύγεις όλο βιασύνη, χωρίς να μου πεις τίποτα και μένω πάλι μόνη. Και δεν φταις μόνο εσύ. Είναι κι άλλα για τα οποία δεν σου ‘χω πει. Δεν τα ξέρεις. Μίλησα πριν λίγες μέρες για την αναλωσιμότητά μας και για το πόσο μη αναντικατάστατοι είμαστε. Το έθεσα, όμως, πολύ γενικά. Πάμε πάλι, λοιπόν. Πόσο εύκολα με αντικατέστησε και πόσο αναλώσιμη είμαι, τελικά. Ο εγωισμός είναι κακός σύμβουλος, σε τυφλώνει και δεν βλέπεις τι γίνεται μπροστά σου κι έχω μάθει να φοβάμαι όταν συναντώ ανθρώπους τυφλωμένους. Γι’ αυτό έκανα στην άκρη και περίμενα να της περάσει. Όμως, όπως σου είπα και πιο παλιά, εμείς οι άνθρωποι μπορούμε να μετατραπούμε σε τρομερά και γλοιώδη πλάσματα. Ή το άλλο… «Τι θα πει, αν μάθει ότι η ποιήτριά του καπνίζει;»…Ποιήτρια; Μα, ποιος σας είπε ότι είμαι ποιήτρια; Κι εκείνο το «του»…Από πού κι ως πού «ποιήτριά του;» Και πού θέλετε να ξέρω εγώ πού είναι; Γιατί ρωτάτε όλοι εμένα; Βέβαια, μπορεί να μου κάνει καλό που με αγνοείς (άθελά σου βέβαια). Ίσως τα πράγματα να ήρθαν έτσι όπως ήρθαν για καλό και μπορεί τελικά να μην με πειράζει τόσο που πιστεύουν ότι του δίνω αναφορά για κάθε τι που κάνω. Ίσως όλα αυτά να είναι απλά δικαιολογίες… Και χθες είπα στη Βάσω ότι αν έχω παράπονο, πρέπει να ‘μαι αχάριστη. Κι όμως, να που παραπονιέμαι ξανά. Ίσως η κ.Ζ. να είχε δίκιο. Ίσως η μανιοκατάθλιψή μου να είναι γεγονός.

Δευτέρα 11 Απριλίου 2011

Happy End...or Happy Beginning

Το παντζούρι μου είναι ερμητικά κλειστό εδώ και μέρες. Ίσως να θέλω να κρύψω τον κόσμο, ίσως να θέλω να κρυφτώ εγώ απ' τον κόσμο... Καθρέφτης ευθεία μπροστά. Δεν τον βλέπω, αλλά έχω μάθει πλέον τη θέση του.


-Το άκουσες?! Το βρήκα!!! Το βρήκα επιτέλους!!!
-Το ξέρω.
-Άσε με να χαρώ για μερικά δευτερόλεπτα.
-Γιατί να το κάνω; Αφού ούτε κι εσύ μ' αφήνεις.
-Ω, έλα τώρα!!! Άσε τα πείσματα! Σήμερα είμαστε χαρούμενες! Πρέπει να είμαστε οι πιο χαρούμενοι άνθρωποι σ' αυτόν τον πλανήτη!
-Και γιατί τόση χαρά;
-Είπες ότι ξέρεις.
-Ε, ναι, αλλά αν μου μιλάς σαν να ξέρω, δεν βοηθάει την πλοκή...Οπότε λέγε. Γιατί τόση χαρά;
-Σε λατρεύω κάποιες φορές...Ελάχιστες. Μην παίρνουν και τα μυαλά σου αέρα. Λοιπόν, ωραία. Θα σου πω. Το βρήκα, επιτέλους. Βρήκα αυτό που θέλω να κάνω. Μέσα σε λίγα λεπτά, έλαμψε ο κόσμος γύρω μου! Άκου τι ακριβώς συνέβη για να καταλάβεις. Αποφάσισα να μιλήσω στην αγαπητή μας μητέρα για το θέμα της σχολής. Να της πω ότι δεν θέλω να πάω στη σχολή για την οποία με προορίζουν. Θέλω να κάνω κάτι ενδιαφέρον. Θέλω να δημιουργώ. Φυσικά, δεν κατάφερα να της το πω έτσι ακριβώς, αλλά της είπα ότι δεν ήμουν σίγουρη. Καθίσαμε και διαβάσαμε παρέα, προσεκτικά όλες τις σχολές των πεδίων μας και έτσι όπως τις περνούσα, το μάτι μου έπεσε πάνω σ' ένα τμήμα της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών. Τμήμα Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης! Ενδιαφέρον είπα...Μπήκα, έψαξα, ξετρελάθηκα με το πρόγραμμα σπουδών κι από τότε δεν μπορώ να βγάλω το χαμόγελο απ' τα χείλη μας. Κατάλαβες, τώρα;
-Κινηματογράφου....Καλά, ότι πεις...Άσε το Πολυτεχνείο γι' αυτές τις μπαρούφες...
-Τώρα γιατί γίνεσαι στριμμένη; Αφού κι οι δυο μας ξέρουμε ότι πότε μας δεν θα μπορούσαμε να σνομπάρουμε αυτού του είδους τις σχολές. Τα παιδιά που πάνε εκεί είναι όλα άξια.
-Τότε, εσύ τι πας να κάνεις;
-Είσαι τεράστιο γαϊδούρι! Πάω να ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΩ!!!
-Αν είμαι εγώ γαϊδούρι, εσύ είσαι εγωίστρια. Άντε εμάς δεν μας σκέφτηκες, που θα πας να μας χαραμίσεις εκεί, αλλά τους γονείς μας; Τον μπαμπά μας δεν τον σκέφτηκες; Νομίζεις ότι θα του αρέσει η ιδέα να πάμε να γίνουμε σκηνοθέτες ή σεναριογράφοι;
-Μην με κατηγορείς ότι δεν τους σκέφτομαι, γιατί ακριβώς επειδή τους σκεφτόμουν τόσο καιρό ήμουν στα πρόθυρα της κατάρρευσης! Η μαμά είπε ότι δεν έχει πρόβλημα και να κάνω ότι μου αρέσει...
-Φυσικά και σου το είπε!!! Τι περίμενες?! Δεν είναι κανένας Χίτλερ! Επειδή είπε ναι, όμως, νομίζεις ότι της αρέσει κιόλας; Για θυμήσου λίγο πόσες φορές σε ρώτησε: "Και το Πολυτεχνείο δεν θα το δηλώσεις καθόλου;" ή "Αν δηλώσεις πρώτη αυτή που θες και μετά το Πολυτεχνείο, αν αλλάξεις γνώμη μπορείς μετά να πας εκεί;"
-...
-Δεν μιλάς, ε; Τι να πεις; Άντε πάνε διάβασε τώρα, γιατί η πρώτη μας επιλογή στο μηχανογραφικό θα 'ναι η Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Η/Υ.
-Όχι, δεν θα 'ναι! Δεν θέλω σου λέω!!! Θέλω να δημιουργώ! Εκεί, για πες μου λίγο, πώς ακριβώς θα δημιουργώ;
-Θα φτιάχνεις προγράμματα.
-Τρομερή δημιουργία....Μετά την έκθεση ζωγραφικής, να φτιάξουμε και μία έκθεση προγραμμάτων!
-Μην με ειρωνεύεσαι!
-Το τραβάει ο οργανισμός σου!
-Αφού στο τέλος θα κάνεις ότι λέω εγώ, γιατί παιδεύεσαι;
-Πάψε πια!!! Όχι δεν θα κάνω ότι θες εσύ! Θα πάω στην Καλών Τεχνών κι αν δεν σ' αρέσει μπορείς να φύγεις. Να' σαι σίγουρη ότι δεν θα λυπηθώ καθόλου.
-Έτσι λες τώρα...Όταν, όμως, θα με χρειαστείς ξανά, θα ξαναπάς στον καθρέφτη σου και θα με πλάσεις πάλι απ' την αρχή. Δεν έχεις τη δύναμη να ζήσεις χωρίς εμένα...Αμφιβάλλω αν έχεις την δύναμη να με διώξεις.
-Τελικά δεν με ξέρεις καθόλου.
-Αυτό ξέρεις δεν είναι και πολύ καλό, ούτε για σένα, ούτε για μένα.
-Θα εκπλαγείς από το πόσα πολλά μπορώ να κάνω, αρκεί να απαλλαγώ από σένα. Αλήθεια πώς σε δημιούργησα θυμάσαι;
-Τώρα αυτό τι είναι;
-Κάτι σαν αποχαιρετιστήριο δώρο. Λίγη ακόμη συζήτηση πριν πάψεις να μου μιλάς μια για πάντα.
-Τι θα κάνεις; Θα μας σκοτώσεις;
-Όχι...Μην αποφεύγεις την ερώτηση. Πώς σε δημιούργησα θυμάσαι;
-Θυμάμαι...
-Λιγομίλητη είσαι σήμερα. Γιατί έτσι;
-Με τρομάζεις. Δεν σ' έχω ξαναδεί έτσι.
-Μην ανησυχείς. Δεν θα με ξαναδείς ποτέ ξανά έτσι.
-Ωραία...
-Για πες μου, λοιπόν...
-Πριν δυο χρόνια. Είχες μείνει μόνη, στα πρόθυρα της τρέλας και χρειαζόσουν κάποιον να μιλάς και να σου μιλάει.
-Αν δεν κάνω λάθος...τα είχα ξεπεράσει τα όρια της τρέλας.
-Ίσως. Πάντως ότι είσαι σήμερα το οφείλεις σε μένα. Πρέπει κάποια στιγμή να μου πεις ένα ευχαριστώ.
-Ευχαριστώ; Μα φυσικά. Αμέσως! Ευχαριστώ που είμαι μια καταθλιπτική, όχι μια μανιοκαταθλιπτική (όπως είπε η κ.Ζ.), ευχαριστώ που δεν εμπιστεύομαι κανένα, που δεν γελάω, που μας μισώ και που έχω κλειστά παντζούρια και παράθυρα...
-Εντάξει, φτάνει! Κι εγώ που  νόμιζα...
-Κακώς νόμιζες! Λοιπόν, αρκετά μιλήσαμε...
-Για σήμερα...
-...
-Άντε πάνε τώρα να χορέψεις και μέχρι να τελειώσεις το μάθημα θα 'χεις αλλάξει πάλι γνώμη για την σχολή.
-Ξέρεις, ίσως να μπορούσα και να σε συμπαθήσω αν δεν ήσουν τόσο σκύλα... Ίσως να μπορούσα να σ' αγαπήσω κιόλας.
-Τώρα τι σ' έπιασε πάλι;
-Τίποτα...Απλά σου λέω την αλήθεια...Λοιπόν, καλέ μου (ή μάλλον κακέ μου) εαυτούλη, ως εδώ ήταν. Όσο μου μίλησες, μου μίλησες κι όσο με τρέλανες, με τρέλανες. Ώρα τα ιπτάμενα έντομα που βλέπω αραιά και πού να εξαφανιστούν, τα κοψίματα στα χέρια μου να πάψουν και το κυριότερο...το παράθυρο στο δωμάτιό μου ν' ανοίξει. Να μπει οξυγόνο. Να μπει καθαρός αέρας. Να μπει λίγη ζωή μέσα.
-Δεν τα εννοείς αυτά που λες...,έτσι δεν είναι;
-Διακρίνω φόβο στο βλέμμα σου; Μικρή μου σκυλίτσα, ξέρεις τι πρόκειται να γίνει, γι' αυτό δεν μιλάς...Είναι όμως συγκλονιστικό. Όπως οι πραγματικοί άνθρωποι, έτσι κι εσύ, μπροστά στο τέλος σου λυγίζεις. Επιτέλους έδειξες και την ανθρώπινη πλευρά σου.
-Τι πας να κάνεις εκεί;
-Ο καθρέφτης φεύγει απ' το δωμάτιο...Κι εσύ...ακόμα δεν το κατάλαβες; Εσύ φεύγεις απ' τη ζωή μου. Σε χαιρετώ, λοιπόν...Όχι, σε αποχαιρετώ, λοιπόν κι εύχομαι να πεθάνεις και να μην εμφανιστείς ποτέ ξανά.
-......Τελικά, ίσως να σε συμπαθούσα πιο πολύ απ' όσο έδειχνα. Έχεις κάτι που ποτέ δεν θα μπορούσα ν' αποκτήσω... Ξέρεις. Ίσως αν είχα ζωή να έκλαιγα κιόλας...Κλάψε λίγο εσύ για μένα. Μια τελευταία φορά. Έτσι, για το "αντίο"...Όμως, να' ναι η τελευταία φορά, γιατί...αφού δεν θα 'μαι εδώ εγώ για να σε κάνω να κλαις, τότε κανείς άλλος δεν πρέπει να τα καταφέρει. Δώσε, λοιπόν, μια τελευταία υπόσχεση και κράτα από μένα αυτήν την ευχή...Καλή φοιτιτική ζωή και καλή καριέρα ως σκηνοθέτης, μικρή σκυλίτσα.
-Στο υπόσχομαι...

Το φως έσβησε πια...Δεν χρειάζεται. Το παντζούρι άνοιξε και τα μαλλιά μου είναι ήδη πιασμένα για τον χορό. Μόλις σκούπισα τα μάτια μου, απ' αυτό το αντίο και γελάω. Γελάω γιατί το παντζούρι άνοιξε...


Δευτέρα 4 Απριλίου 2011

"...Δυο τρεμάμενα αστέρια στον ουρανό..."



Ακόμα μια μέρα πέρασε και πλησιάζουμε. Πλησιάζουμε, πού; Δεν ξέρω να σου πω… Αυτό που ξέρω να σου πω είναι ότι ήλπιζα να κάνω μια ανάρτηση που να γράφει μόνο: Όλα καλά και να το εννοώ. Κι επίσης ξέρω ότι ακόμα ένα βράδυ τράβηξα μια γραμμή σ’ εκείνο το αυτοσχέδιο ημερολόγιο που βρίσκεται πάντα κάτω απ’ την ζωγραφιά της Υρώς και πάνω από εκείνες τις άδοξες προσπάθειες να γράψω κάτι. Κι επίσης ξέρω ότι δεν είναι όλα καλά και πως δεν μπορώ να το γράψω. Όμως έτσι για αντίδραση, θα το γράψω κι ας είναι ψέμα.

Όλα καλά, λοιπόν…

Ένα ακόμα βράδυ φτάνει στο τέλος του, με τα μάτια μου να καίνε και το κεφάλι μου να με πονά αφόρητα απ’ την προσπάθεια να συγκρατήσω τα δάκρυα. Τα καταφέρνω. Κάθε φορά τα καταφέρνω. Όμως, μέχρι πότε; Και δεν κλαίω γιατί μου φωνάζει. Ούτε γιατί με νευριάζει. Να,… είναι που περιμένει τόσα πολλά από μένα, είναι που περιμένουν τόσα πολλά από μένα κι εγώ δεν είναι ότι δεν μπορώ… απλά δεν θέλω. Έτσι για το «γαμώτο»! – Μα για το «γαμώτο» θα χαραμίσεις την καριέρα σου, θα μου πεις… Ναι. Για ένα «γαμώτο». Και ξέρεις γιατί; Γιατί ποτέ σου δεν με ρώτησες:
– Τι θέλεις να κάνεις, όταν τελειώσεις; Πάντα με ρωτούσες: – Πού θέλεις να σπουδάσεις; ή – Τι θέλεις να περάσεις; Ενώ αυτό που θέλω να κάνω δεν σπουδάζεται και δεν μαθαίνεται σε θρανία ή σχολικά βιβλία. Δεν μπορεί κανένας στεγνός, απρόσωπος και γλοιώδης καθηγητής να μου διδάξει αυτά που επιθυμώ. Μπορείς, μήπως εσύ να μου πεις γιατί φτιάχτηκε ο κόσμος; Ποια η χρησιμότητα των ανθρώπων σ’ αυτή τη Γη, αφού μόνο να την καταστρέφουν και να την περιφρονούν ξέρουν; Γιατί υπάρχει ο θάνατος και γιατί να ζήσω να τον δω; Τι είναι η ζωή και τι είναι πίστη; Ποιος είναι ο Θεός και γιατί υπάρχει; Τα γράφουν αυτά τα βιβλία σου; Δεν τα γράφουν… Γιατί αν τα έγραφαν, δεν θα με διάβαζες. Κι εγώ, δηλαδή, δεν θα είχα τι να γράψω. Όπως έλεγα, λοιπόν, πέρασε ακόμα ένα βράδυ μ’ ένα φτιαχτό χαμόγελο σε μια διαδρομή απ’ την εξώπορτα μέχρι την πόρτα του δωματίου μου. Το φοράω και δεν το βγάζω αυτό το χαμόγελο μέχρι να κλείσει πίσω μου η πόρτα και να σιγουρευτώ πως ο καθένας είναι στη θέση του. Κι αν καμιά φορά ξεχαστώ και καθρεφτιστεί η ψυχή μου στο βλέμμα μου, ακούω πάντα την ίδια φράση με τον ίδιο παιχνιδιάρικο τόνο (που οφείλω να ομολογήσω ότι θα μου λείψει τα βράδια που δεν θα ‘μαι καλά): – Τι έχει το κοριτσάκι μου εμένα; Αμέσως σηκώνω το βλέμμα, φτιάχνω ένα χαμόγελο (αυτή τη φορά αληθινό) κι οι λέξεις λες και βγαίνουν από μόνες τους κάθε φορά: – Τίποτα, μπαμπάκα, λίγο κουρασμένη είμαι. Κι έχω τη συνείδησή μου καθαρή, γιατί δεν του λέω ψέματα. Είμαι κουρασμένη. Κουρασμένη απ’ τα ηλίθια «πιστεύω» μου, απ’ τις ανόητες φιλοδοξίες μου, απ’ τα χαζά μου όνειρα κι από μένα την ίδια.
– Έλα, πάψε πια να παραπονιέσαι! Δες τι γίνεται στον κόσμο!!! Κι εσύ μυξοκλαίς…γιατί; Για το τίποτα!
Καλά τα λες φίλε μου. Κλαίω για το τίποτα… Ω, συγγνώμη. Μυξοκλαίω, ήθελα να πω, για το τίποτα. Γιατί αν δεν μυξοκλάψω τώρα, τώρα που ξέρω ότι είναι οι τελευταίες μέρες που βλέπω τους ανθρώπους μου (γιατί, όσο κι αν θέλω να κρατάω αποστάσεις, είναι οι άνθρωποί μου), πότε θα μυξοκλάψω; – Οι τελευταίες μέρες; Είσαι τρελή! θα μου πεις… Μάλιστα, οι τελευταίες μέρες, γιατί πράγματι είμαι τρελή και δεν ξέρω αν θα γυρίσω ποτέ ή αν θα ζήσω για να γυρίσω. Κι αν γυρίσω, πού να πάω; Στον μπαμπά μου; Εντάξει, το βράδυ θα πηγαίνω σ’ αυτόν. Τα πρωινά, όμως, το μεσημέρι και τ’ απογευματάκι, ποιος θα με περιμαζεύει; Και σ’ εσένα ακόμη γνωστέ μου άγνωστε, δεν θα μπορώ να ‘ρθω… Μα, δεν θα με θυμάσαι! Δεν σε κατηγορώ. Είσαι απ’ τη φύση σου έτσι κι ούτε που το καταλαβαίνεις. Το κάνεις ασυναίσθητα.
Με κοροϊδεύει η Α. που δεν την αφήνω να καπνίσει, ενώ εγώ έχω ήδη αρχίσει. –Μπα, για σένα δηλαδή κάνει, αλλά για μένα όχι; μου το ‘λεγε, μου το ξανάλεγε… Εγώ είμαι χαμένη υπόθεση της έλεγα, καμένο χαρτί, της ξανάλεγα και απορούσε. Δεν είχα άλλη επιλογή. Της έδειξα τα κοψίματα στα δάχτυλά μου. Όχι να το παινευτώ, αλλά είναι περίτεχνα κοψίματα. Διακριτικά, δεν φαίνονται με την πρώτη ματιά, αρκετά βαθειά για να τρέξουν λίγο αίμα και να κάνουν τη δουλειά τους. Εξαγνισμό, κάθαρση, βιολογικό καθαρισμό,… ανωμαλία, όπως θέλεις πες το… Δεν με νοιάζει… Και ξέρεις, Exiled Hussar, αναρωτιόμουν κι εγώ αν γεννηθήκαμε σε λάθος στιγμή. Σε λάθος πόλη ή χώρα; Σε λάθος κόσμο, μήπως; Μήπως γράφουν γι’ αυτά τα βιβλία σου; Και πάλι δεν νομίζω. Αλλιώς δεν θα είχες λόγο να ξοδεύεις τον χρόνο σου έτσι και να με διαβάζεις… Κι εγώ νομίζω δεν θα είχα τι να γράψω. Στο ξανάπα αυτό, έτσι δεν είναι…;;; Κι αυτόν τον τίτλο που διάλεξα τον έβαλα σε εισαγωγικά γιατί δεν θυμάμαι πού το διάβασα. Μπορεί να το έγραψε κάποιος μεγάλος ποιητής, κάποια ερωτοχτυπημένη στο Facebook, κάποιος μέσα σ' ένα blog. Μπορεί να το έγραψα κι εγώ...Μην με πιέζεις, σου λέω, δεν θυμάμαι...