Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2012

Ανάσες


Έτσι όπως κάθομαι μέσα στο σκοτάδι και κοιτάζω το κενό, αν μπορούσα να κάνω μια ευχή, θα ευχόμουν να καθόμασταν τώρα μαζί, να κάναμε ένα τσιγάρο και να μοιραζόμασταν ένα μπουκάλι μπύρα. Ύστερα, οι τόνοι θ’ ανέβαιναν και η ένταση θα τελείωνε μετά από λίγη ώρα μ’ ένα χαμόγελο κι ένα βλέμμα διαπεραστικό. Μετά ένα τυχαίο αθώο άγγιγμα στον ώμο, που ίσως να μην είναι τελικά και τόσο αθώο. Κι αν έπρεπε να περιγράψω την διαφορά τους, νομμίζω ότι δεν θα ταίριαζε να πω τίποτα άλλο παρά μόνο αυτό…

 Στέκομαι στην άκρη μιας γέφυρας. Τα χέρια μου έχουν τεντώσει και το κορμί μου έχει γείρει μπροστά. Οι παλάμες μου έχουν ιδρώσει. Η καρδιά μου επιταχύνει. Η ανάσα κόβεται. Καθυστερώ. Ελπίζω πως θα ‘ρθει κάποιος να με σώσει. Στα δεξιά μου αυτός. Στ’ αριστερά μου ο άλλος. Γυρνάω το κεφάλι μου προς το μέρος του, στα δεξιά. Μου απλώνει το χέρι κι εγώ χωρίς να το πολυσκεφτώ ανταποκρίνομαι ανακουφισμένη και σε λίγη ώρα η παλάμη του, σφίγγει την δικιά μου…

 Σκηνή #1, Λήψη #2… Γυρνάω το κεφάλι μου προς το μέρος του, στα αριστερά. Μου μιλάει. Προσπαθεί να με καθησυχάσει. Πλησιάζει. Τον κοιτάζω μέσα στα μάτια κι όλα όσα θέλω να του πω, τα χωράω σ’ ένα βλέμμα. Δεν ξέρω αν μπορεί να διαβάσει μέσα απ’ τα δάκρυα, μα εγώ το χρέος μου το έκανα. Του τα είπα. Δεν μένει τίποτα άλλο λοιπόν. Τα χέρια μου κουράστηκαν, τα δάχτυλά μου γλιστράνε και δεν έχω τίποτα να με κρατήσει. Πέφτω…

Ορίστε… Δεν μπορώ να στα πω πιο ξεκάθαρα. Αυτή είναι η διαφορά τους κι ελπίζω να κατάλαβες. Όχι, λυπάμαι. Δεν μπορώ να γίνω πιο ξεκάθαρη…

Πόνος… Ο πόνος… Εξαίσια πηγή έμπνευσης. Ο υπέρτατος παράγοντας επιτυχίας ενός…κειμένου ας πούμε. Να, όπως αυτό εδώ. Όχι, μην γελάς! Μπορεί εσένα να μην σ’ αγγίζει, μα ίσως κάποιος άλλος να καταλαβαίνει τι εννοώ. Μην γελάς σου λέω. Εγώ καταλαβαίνω. Να, κοίτα με…Κλαίω…Πόνος, λοιπόν. Χωρίς αυτόν η ζωή θα ήταν βαρετή. Χωρίς αυτόν ακόμα και η ευτυχία θα έχανε το νόημά της. Χωρίς την πικρή γεύση των δακρύων, όλα θα ήταν εξαιρετικά γλυκά. Κι αν θυμάμαι καλά, εσένα δεν σ’ αρέσουν τα γλυκά. Ναι, ούτε κι εμένα… Κι αν πριν οι νύχτες μου δεν περνούσαν, τώρα οι μέρες έχουν γίνει αφόρητες. Κι αποφεύγω να τις μετράω, γιατί δεν έχω κάπου να φτάσω. Έτσι προσποιούμαι πως δεν περνάει ο χρόνος. Παραμυθιάζω τον εαυτό μου πως τάχα δεν έφτασε ακόμα η ώρα για να σε συναντήσω. Κι αν καμιά φορά ξεχαστώ και κοιτάξω το ρολόι, τα μάτια μου βουρκώνουν και δεν μπορώ να λέω άλλα ψέματα. Έτσι αφήνομαι. Κλαίω μέχρι να μην μπορώ άλλο κι ύστερα φτιάχνω το παραμύθι απ’ την αρχή. Μα, όσο κι αν θέλω, δεν μπορώ να κρύβομαι για πάντα. Τελείωσαν όλα. Τελείωσα, ίσως πριν καν αρχίσουν…. Και θα μου λείψει. Ω, ναι! Ακόμα κι αν δεν το πιστεύεις, μου λείπει ήδη. Ακόμα κι αν δεν το πιστεύεις, πονάω. Πόνος τραχύς, συνεχόμενος. Πόνος που σου ταράζει τα σωθικά. Πόνος που δεν συνηθίζεται. Ο υπέρτατος κλυδωνισμός μεταξύ της ζωής που υπήρχε και της ζωής που έχει απομείνει. Πόνος που δεν αντέχεται και δάκρυα που σε πνίγουν…



2 σχόλια:

Summertime Blues είπε...

ανάσες κοφτές, ανάσες βαθιές.
τζούρες πόνου. κι όταν τελειώσει μοναξιά; παράδοξα κι ανθρώπινα.
μελαγχολικό Σάββατο στην πόλη. είναι νωρίς κι ο ήλιος κρυμμένος. καλημέρα.

Flying.High.Dead.Angel είπε...

Παράδοξα ακριβώς γιατί είναι ανθρώπινα...Τους χαιρετισμούς μου.