Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010

ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗ

Έχουν περάσει ήδη δύο μέρες και η μυρωδιά απ’ το λιβάνι δεν λέει να φύγει από πάνω μου. Τα ρούχα μου μυρίζουν λιβάνι, τα μαλλιά μου το ίδιο, το δέρμα μου έχει ποτίσει και τα μάτια μου ακόμα δακρύζουν. Έτσι μου’ ρχεται να βάλω μια φωτιά στα ρούχα, να μην αφήσω ούτε μια τρίχα στο κεφάλι μου. Να γδάρω το δέρμα μου και να μείνει το κρέας γυμνό, ατόφιο. Ίσως τότε πάψει ν’ ακούγεται ο ήχος της καμπάνας στ’ αυτιά μου. Χτύπος και η συμφορά μεγαλώνει, χτύπος και το τέλος πλησιάζει. Κάθε ντιν τρυπάει όλο και πιο βαθειά τ’ αυτιά μου κι έχω μια τρελή επιθυμία να ξεριζώσω τα τύμπανά μου, να μην ακούω τίποτα. Κάθε νταν κι η καρδιά μου αλλάζει θέση και βλέπω το ίδιο μου το χέρι να περνά μέσα απ’ το στήθος μου, να την αρπάζει και να τη τραβάει μ’ όση δύναμη έχει. Κι αυτό το μοιρολόι της καμπάνας συνεχίζεται για ώρα. Εμείς μπροστά και μια ολόκληρη πομπή από πίσω.
Ας γυρίσω κι άλλο πιο πίσω, στο σπίτι ας πούμε. Εκεί δίνεται μια παράσταση κανονική. Μόνο που δεν χρειάζεται να κόψεις εισιτήριο. Κάθομαι σε μια γωνία περιτριγυρισμένη από γυναίκες, κυρίως, όλες μαυροντυμένες. Κάθομαι λοιπόν εκεί, με το κεφάλι κάτω και το δάκρυ έτοιμο να κυλήσει. Όμως, όχι. Κρατιέμαι. Δεν είναι ώρα τώρα για κλάματα. Ψάχνω τρόπους για να ξεχαστώ, έστω και λίγο, και πράγματι βρίσκω πολλούς.
Απ’ την πόρτα μπαίνει μια γυναίκα με μαύρα γυαλιά και λουλούδια στο χέρι. Κάπου την ξέρω… Α! Ναι! Ήταν πριν λίγο κάτω και μας ρωτούσε που έχει ανθοπωλείο. Όταν προσπαθήσαμε, μάταια, να της εξηγήσουμε, ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια και άρχισε να αστειεύεται. Ευχάριστος άνθρωπος, σκέφτηκα. Να τη τώρα που περνάει την πόρτα, κρατώντας λουλούδια για τον νεκρό. Το βρήκε, τελικά, το ανθοπωλείο. Χαμήλωσα και πάλι το κεφάλι και αμέσως ακούστηκε μια σπαραχτική κραυγή. Πετάχτηκα και σηκώνοντας το κεφάλι περίμενα να δω κάποιο από τα μέλη της οικογένειας να ξεσπά. Αντί γι’ αυτό όμως, είδα την ίδια γυναίκα, που μέχρι πριν από λίγο έλεγε ανέκδοτα, να χτυπιέται κυριολεκτικά πάνω απ’ το φέρετρο. Ένα αίσθημα αηδίας με κατέκλυσε.
Δεν πέρασαν λίγα λεπτά κι άλλη σπαραχτική κραυγή. Αυτή τη φορά από μια ηλικιωμένη. Δεν έδωσα πολύ σημασία. Την επόμενη στιγμή, όμως, άκουσα την ίδια φωνή που πριν από λίγο σφάδαζε, να ρωτάει: «πώς πέθανε;», χωρίς να καταβάλει ούτε μια μικρή προσπάθεια να ψιθυρίσει. Άλλο ένα κύμα αηδίας με διαπέρασε. Η χαριστική βολή, όμως, δεν είχε έρθει ακόμα.
Είχε περάσει αρκετή ώρα και τα πόδια μου δεν τα αισθανόμουν πλέον. Δεν ήθελα, όμως, να καθίσω. Ένιωθα πως αν καθίσω, θα δηλώσω υποταγή. Τώρα, σε ποιόν και γιατί, είναι ερωτήσεις που ούτε κι εγώ η ίδια δεν μπορώ ν’ απαντήσω. Μέσα στη σιωπή, την οποία πού και πού έσπαγε κάποιος λυγμός απ’ το βουβό κλάμα της οικογένειας, ακούστηκε μια φωνή που όλο και δυνάμωνε. Έκλαιγε και οδυρόταν, με μια φωνή στριγκιά κι αποκρουστική. Έδειχνε να πονάει βαθειά. Ποια να ήταν άραγε; Ρώτησα την Άννα και κουνώντας υποτιμητικά το κεφάλι, με πληροφόρησε πως επρόκειτο για μία κυρία, η οποία πηγαίνει από κηδεία σε κηδεία και χτυπιέται για τους νεκρούς, που η ίδια της ποτέ δεν γνώρισε. Η αλήθεια είναι ότι έμεινα άναυδη.
«Μπράβο», ήταν το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα. Νομίζω πως είναι τώρα ώρα να πέσει η αυλαία, οι ηθοποιοί να παραταχθούν ενώπιον του κοινού τους και να χαιρετήσουν. Να κάνουν μια βαθειά υπόκλιση. Τόσο βαθειά που η μύτη τους ν’ ακουμπήσει τα βρωμισμένα πόδια τους. Να χαιρετήσουν κουνώντας τα λερωμένα χέρια τους κι έχοντας ένα χαμόγελο στα χείλη τους. Ένα χαμόγελο τέτοιο ώστε να φαίνεται ολόκληρη η σειρά των κιτρινισμένων τους δοντιών. Να γυρίζουν το κεφάλι, θέλοντας να δείξουν πόσο ικανοί και αξιαγάπητοι είναι οι συμπρωταγωνιστές τους, κουνώντας επιδεικτικά τα λιγδιασμένα τους μαλλιά. Και στο τέλος, να απλώσουν το χέρι, δείχνοντας προς το κοινό, θέλοντας να τονίσουν πόσο καταπληκτικό κοινό υπήρξε. Και τώρα είναι ώρα του κοινού να σηκωθεί, να κάνει κι αυτό μια υπόκλιση, να χαιρετήσει, να χαμογελάσει, να τινάξει επιδεικτικά τα μαλλιά και να ξανακάνει μία υπόκλιση. Όπως ακριβώς αρμόζει στους επαγγελματίες υποκριτές. Άλλωστε σε τι διαφέρουμε από εκείνους;

Δεν υπάρχουν σχόλια: