Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

Titanic


We’re back to Greece. Dear Greece. Beloved Greece. Σήμερα ο λόγος μου θα είναι απλός. Απλός σε σημείο αηδίας. Ούτε θαυμαστικά, ούτε αποσιωπητικά, ούτε τίποτα. Μόνο μερικές τελείες και κανένα κόμμα για να βγάζουν νόημα οι προτάσεις. Δεν πρόκειται να αναλύσω κάθε λεπτό της εκδρομής και δεν θα σας κουράσω με λεπτομέρειες. Φτάνει όμως τόσος πρόλογος. Ώρα για το κυρίως θέμα.
Η Ιταλία πανέμορφη. Λάτρεψα κάθε γωνιά της. Από την πιο παρατημένη αγροικία λίγο πιο έξω απ’ την Αγκόνα μέχρι την περίφημη εκκλησία του Αγ. Πέτρου στο Βατικανό. Θαύμασα αρχαία και μοντέρνα γλυπτά, την αρχιτεκτονική της Αιώνιας Πόλης και τον πλούτο της Καθολικής Εκκλησίας. Κάτι άλλο πέρα απ’ τα αξιοθέατα δεν έχω να πω. Ούτε και στην εκδρομή (παρά την απεριόριστη κούραση) δεν κατάφερα να κοιμηθώ. Αναμενόμενο θα μου πείτε. Μόνο το τελευταίο βράδυ μετά από μια γενναία δόση βότκας κατάφερα να κλείσω τα μάτια μου για κανένα δίωρο. Στο ταξίδι της επιστροφής, έτσι όπως κοιτούσα τη θάλασσα και τη βροχή, μέσα στη ζαλάδα μου, θυμήθηκα δυο λόγια που μου’ πε κάποιος πριν φύγω. «Να πας. Να περάσεις καλά κι όταν γυρίσεις, θέλω να’ σαι άλλος άνθρωπος». Ναι, πράγματι, γύρισα άλλος άνθρωπος. Αυτή τη φορά πιο ψυχρή, πιο γυάλινη και πιο άδεια από κάθε άλλη φορά. Κι ο πόνος στον λαιμό μου από τα Prince σε συνδυασμό με ένα Marlboro και 2-3 Davidoff, δεν λέει να μ’ αφήσει. Κι έτσι όπως άστραφτε ο ουρανός και τρανταζόταν όλο το καράβι απ’ τους κεραυνούς, γελούσα. Γελούσα με τη μικρότητά μας και με την αναλωσιμότητά μας. Πόσο λίγο αναντικατάστατοι είμαστε και πόσο εύκολα μπορεί κάποιος να καταστρέψει ότι έχεις μέσα σου χωρίς να πει ούτε μια λέξη; Ίσως πάλι να το καταστρέφει ακριβώς επειδή δεν έχει πει ούτε μια λέξη. Γελούσα μ’ εμάς τους ίδιους. Σε πόσο εγωπαθέστατα και γλοιώδη όντα μπορούσε να μετατραπούμε; Και πέντε μέρες τώρα δεν μ’ αγκάλιασε κανείς, ούτε κι εγώ αγκάλιασα κανέναν. Μου ‘λειψε ο αρκούδος μου, η αίσθηση απ’ το τρίχωμά του που ακουμπάει το μάγουλό μου, η ζεστούλα του κι η μικροσκοπική του αγκαλιά. Και πόσο τραγικό είναι να περνάει κανείς την γιορτή του στο κατάστρωμα ενός πλοίου φωνάζοντας στον εαυτό του χρόνια πολλά; Πάλι καλά ήταν ο Μάριος λίγο πιο κει και έπαιζε κιθάρα.
- Ρε βλαμμένη! Τι κάνεις εκεί; Έλα εδώ!
- Δεν πηδάω ρε.
Αλήθεια δεν θα πηδούσα. Ήθελα μόνο να με χτυπήσει λίγο ο αέρας κι έτσι όπως στεκόμουν όρθια, τόσο άκρη που δεν έβλεπα το πάτωμα, με μόνο στήριγμα τα πόδια μου, ένιωθα ότι ίσως και να μπορώ να πετάξω. Όμως, το σώμα μου αρνούνταν να με υπακούσει. Τουρτούριζε απ’ το κρύο και το μυαλό μου με διέταζε να μπω μέσα στη ζέστη και την ασφάλεια της καμπίνας. Έτσι, κάποια στιγμή υπάκουσα. Γελούσα, λοιπόν, με την ηλιθιότητα μας. Γελούσα και γελάω ακόμα.

Τώρα πρέπει να φύγω. Έχω δουλειά. Βυθιζόμαστε. Καληνύχτα. 


Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

"My Body Is A Cage"



Κάποιες στιγμές την κατάθλιψή μου την γουστάρω. Αφήνομαι, με τυλίγει η δίνη της και μένω εκεί μέσα για μέρες, βδομάδες ή και μήνες. Κάποιες άλλες τη μισώ, όμως φοβάμαι πως χωρίς αυτήν θα πάψω να κάνω το μοναδικό πράγμα που μπορώ να κάνω, να γράφω. Κι αυτό είναι που με κάνει τόσο δα σημαντική, ξεχωριστή. Χωρίς αυτό…τι; Κάποιες άλλες πάλι μου φαίνεται πως εγώ την κυνηγάω και κάθε στιγμή – όμως κάθε στιγμή – ξέρω ότι την αξίζω. Και κάποιες φορές που είμαι απόμακρη, ψυχρή ή δύστροπη μην με παρεξηγείς. Να, είναι που θέλω να σε προστατέψω από μένα και που θέλω να με προστατέψω από μένα και ίσως να θέλω να σε απαλλάξω από την παρουσία μου. Η ψυχή μου επιθυμεί τόσο πολλά, όμως το σώμα μου την περιορίζει, οι δυνάμεις μου μ’ εγκαταλείπουν και συνήθως αφήνω τα πάντα μισοτελειωμένα. Και με μισώ γι’ αυτό. Αυτός είναι ο λόγος που βάλθηκα να τελειώσω με τη Βάσω τα stencil κι ας τρέχω και δεν φτάνω. Σήμερα, έβγαλε το συμπέρασμα ότι τη βαριέμαι τη δουλειά που κάνω. Κι εδώ που τα λέμε, ένας λογικός άνθρωπος, θα σκεφτόταν πως το να κόβεις μικρά μικρά κομματάκια σ’ ένα τραπεζομάντιλο δεν πρέπει να’ ναι και πολύ ευχάριστο. Κι όμως… Κάθε μέρα περιμένω τη στιγμή που θα κλειστούμε μέσα στη βιβλιοθήκη με τη μουσική να παίζει, άλλοτε έντεχνα, άλλοτε ροκ κι άλλοτε να βάζει η Βάσω παιδικά τραγούδια, να πούμε ότι πιο τρελό και χαζό μας έρθει στο μυαλό. Να κάνουμε εκείνες τις υπέροχες συζητήσεις που δεν έχουν αρχή, μέση, τέλος, ούτε συνοχή και δεν βγάζουν κανένα απολύτως νόημα. Κι όμως καταλαβαινόμαστε. Μ’ έναν περίεργο τρόπο μεν, αλλά καταλαβαινόμαστε. Αισθάνομαι ότι κάνω κάτι, ότι βοηθάω κάπου κι είχα πολύ καιρό να νιώσω έτσι. Με τον καιρό το πήραμε το κολάι και φεύγουν οι ζωγραφιές η μια μετά την άλλη. Σε λίγο θα τελειώσουμε. Τι κρίμα… Δεν ανησυχώ, όμως. Όλο και κάτι θα βρούμε να κάνουμε. Όπως εκείνη τη φορά που πλέκαμε σακούλες για να φτιάξουμε καρέκλες, ή την άλλη που είχαμε ξεσηκώσει ότι βιβλία και ιστοσελίδες υπήρχαν για να βρούμε τους 5 ή 6 πιο σημαντικούς ανθρώπους στην ιστορία της ανθρωπότητας. Είχαμε καταλήξει σε περίπου 50… Άντε να βγάλεις άκρη. Ή εκείνη τη φορά που μου μιλούσε για το Θεό κι έχει αυτήν την εκπληκτική ικανότητα να με κάνει να βγάζω τον σκασμό και ν’ ακούω τόσο προσεκτικά – σχεδόν ευλαβικά – όπως ακούει ένα παιδί τα παραμύθια. Ή την άλλη φορά που τρέχαμε από βιβλιοπωλείο σε βιβλιοπωλείο για να βρούμε ένα συγκεκριμένο βιβλίο και μετά ψάξαμε ότι μαγαζί είχε και δεν είχε για να βρούμε ένα βιβλίο για να μάθει να παίζει φυσαρμόνικα. Το παίρνω σιγά σιγά απόφαση πως σε λίγο φεύγω. Θα μου λείψουν πολλά. Θα μου λείψουν τα κορίτσια, η Βάσω, τα stencils κι οι σακούλες, ο Στελάρας (σήμερα είχε γενέθλια), το γέλιο που κάνω από μέσα μου κάθε φορά που βλέπω στα υπερσύγχρονα βιβλία της βιβλιοθήκης την αφιέρωση στο σχολείο θηλέων, η βιβλιοθήκη, ακόμα κι ο Μάριος θα μου λείψει. Τα αστεία, τα πειράγματα κάτι απουσίες τις πρώτες ώρες και κάτι αποβολές (αναίτιες να τονίσω!), κάτι καφέδες από την κ. Γεωργία, η γκρίνια της Χρύσας, το «say somethingsay somethinganything» της Σοφίας, η υπερκαταπλικτή προσφώνηση της Άννας: «Πόρνη» (Πόρνη!:P), τα παλαμάκια της Χαρούλας, το «Άντε! Πάλι θα χάσουμε την προσευχή!» της άλλης Σοφίας, μέχρι κι ο Τοτός θα μου λείψει (καλά δεν θα μου λείπει για πολύ). Κι η τάξη μας…Κι αυτή θα μου λείψει. 2 χρόνια εκεί μέσα τα περάσαμε. Τώρα την στολίσαμε κιόλας…Έγινε ωραία. Δεν ζητάω πολλά…Λίγες τέτοιες στιγμές ακόμα θέλω. Λίγο ακόμα, μέχρι να το πάρω πραγματικά απόφαση και μετά θα φύγω. Αφήστε με μόνο λίγο ακόμα εκεί…Λίγο…

My body is a cage that keeps me from dancing with the one I love, my mind holds the key…I’m standing on a stage of fear and self-doubt. It’s a hollow play but they’ll clap anyway…My body is a cage…

Τετάρτη 16 Μαρτίου 2011

"Η τέχνη δεν βοηθά τους ανθρώπους...Οι άνθρωποι βοηθούν τους ανθρώπους"



Πώς να τα χαρακτηρίσω τα πράγματα αυτές τις μέρες; Σήμερα το πρόγραμμα έλεγε ένα δίωρο διαγώνισμα στην Έκθεση. Ωραία σκέφτηκα… Θα ξεχαστώ λιγάκι. Λες και μ’ άκουσε κάποιος, γέλασε μαζί μου και πήρε από μέσα μου όλα αυτά που ήθελα να γράψω. Τα έκλεισε σ’ ένα κουτάκι κι εγώ έμεινα μετέωρη να κοιτάζω το θέμα: «Γράψτε την άποψή σας για τον προορισμό και τον σκοπό της τέχνης». Ξεκίνησα απ’ την περίληψη, όμως δεν μου έβγαινε. Έσβησα το κεφαλαίο Α και τη θέση του πήρε το Γ. Προσπάθησα να γράψω την έκθεση. Δεν μου έβγαιναν οι ρουφιάνες οι λέξεις, ή καλύτερα, μου έβγαιναν αλλά όχι όπως «πρέπει» να μου βγουν σε μια έκθεση. Σε κάθε πρόταση που έγραφα, λες και με πονούσαν τόσο πολύ, τόσο βαθιά οι λέξεις, έβγαζα κι από ένα δάκρυ. Έκανα υπεράνθρωπη προσπάθεια να συγκρατηθώ, να βγάλω τον σκασμό, για μια φορά στη ζωή μου, και να γράψω μια συνηθισμένη έκθεση, όπως όλοι. Προχωρούσα, λοιπόν, στην επόμενη πρόταση κι έπειτα στην άλλη, ώσπου κατάφερα να γράψω την πρώτη παράγραφο. Την διάβασα. Δεν την θυμάμαι τώρα. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι ήταν τόσο ψυχρή κι απρόσωπη. Δεν μπορώ σκέφτηκα. Όχι, σήμερα. Όχι, τώρα. Η τέχνη είναι πάθος, έμπνευση, είναι ο καθρέφτης της ψυχής. Δεν γίνεται να την παρουσιάζω με κρύα και απρόσιτα λόγια. Δεν μπορώ… Ζωγράφισα ένα κλουβί και έγραψα κάτι στίχους από κάτω. Μετά πασάλειψα τα χέρια μου με μελάνι. «Δεν μπορεί ένα παιδί που γράφει γενικότερα, να δυσανασχετεί να γράψει έκθεση και μάλιστα σ’ ένα θέμα όπως η τέχνη. Σκέψου εσένα, την Βάσω, τον Γιωτούλη, εμένα…Γράψε για την τέχνη». Αχ, κ. Ζ. Καλή μου, κ. Ζ. Τι καλά να σας γνώριζα σε μια περίοδο που να ήμουν ήρεμη. Θα μπορούσαμε να πούμε πολλά. Ακολούθησα, λοιπόν, την συμβουλή της, αν και το γεγονός ότι με είχε κατατάξει στους καλλιτέχνες παρέα μ' έναν συγγραφέα, μια ζωγράφο και την ίδια (που αναμφισβήτητα είναι πετυχημένος άνθρωπος), μ' ενοχλούσε σαν σκουπιδάκι μέσα στο μάτι. Κατάπια την επιθυμία μου να φωνάξω πως δεν είμαι καλλιτέχνης κι έγραψα για την τέχνη, πέρα από φραγμούς και διαρθρωτικές λέξεις, δηλώσεις και συνυποδηλώσεις, παραγωγικούς και επαγωγικούς τρόπους. Έγραψα με την ψυχή μου, όπως αρμόζει να συμπεριφερθεί κανείς στην τέχνη. Η ώρα τέλειωσε και τελικά είχα καταφέρει να γράψω 2 ασκήσεις. Την «έκθεση» την έσκισα και την περίληψη ούτε που την ακούμπησα. Πράγμα που σημαίνει: ζήτημα αν έπιασα 35/100. Έξω απ’ την τάξη μου μίλησε η κ. Ζ. Με ρώτησε τι έπαθα και γιατί ήμουν κλαμένη το πρωί; Το πρόσεξε, ε; Κι εγώ που νόμιζα πως κρυβόμουν. Τώρα τι να της πω; Αν της έλεγα αυτά που σκεφτόμουν, αν πω σε οποιονδήποτε αυτά που σκέφτομαι, θα με περνούσε για τρελή (άδικα ή όχι…δεν ξέρω ακόμα). Της είπα ότι πιέζομαι, ότι φοβάμαι κι ότι δεν θέλω να φύγω. Δεν της είπα τίποτα για τις τύψεις, τις αϋπνίες, τους εφιάλτες (όταν καταφέρνω να κοιμηθώ), τα χάπια και το κουμκουάτ. Της είπα μόνο αυτά κι έφυγα με έναν περίεργο κόμπο στο στομάχι, που τις τελευταίες μέρες δεν λέει να μ’ αφήσει. Νομίζω πως τώρα μπορώ να πω ότι τα πράγματα πάνε απ’ το κακό στο χειρότερο…

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011

The Finest Line



Τελικά μια λεπτή γραμμή χωρίζει τα πάντα. Αυτά που ευχόμαστε, απ’ αυτά που απευχόμαστε κι αυτά που θέλουμε, απ’ αυτά που δεν θέλουμε. Και κανείς, τελικά, δεν μας ρωτάει. Απλά αποφασίζει για μας. Κι αυτός ο «κάποιος» ή ο «κανείς», είναι για άλλους ο Θεός, γι’ άλλους η μοίρα και γι’ άλλους απλά κάποιος γνωστός ή και άγνωστος. Μια λεπτή γραμμή χωρίζει το φως απ’ το σκοτάδι, τη Γη σε Βορρά και Νότο. Μια λεπτή γραμμή χωρίζει στο τετράδιο το περιθώριο απ’ τον επιτρεπτό χώρο, όπου μπορείς να γράφεις. Και τι άλλο μπορώ να πω εγώ, που είμαι τόσο μικρή, για τον κόσμο και για τις λεπτές γραμμές του, για – ή με – τα Βασίλεια Των Χρόνων και για τα παιδιά με – ή χωρίς – τα μπαλόνια; Ακόμα κι αν βρω λόγια να μιλήσω, ποια θα είναι αυτά, ώστε να εξηγήσουν όλα αυτά για τα οποία προορίζονται και πώς να συναγωνιστούν άλλα; Μια λεπτή γραμμή χωρίζει την λογική απ’ την παράνοια. Όχι, τώρα δεν μιλάω για μένα. Πώς θα μπορούσα άλλωστε. Σωστά; Τώρα μιλάω γι’ αυτούς που κάνουν κακό στους εαυτούς τους, γι’ αυτούς που κάνουν κακό και σε άλλους, γι’ αυτούς που έχουν παραισθήσεις, γι’ αυτούς που παίρνουν 2-3 χάπια για να ηρεμήσουν. Μιλάω για τους άλλους, τους τρελούς, όχι για μένα. Κι είναι, αυτές τις μέρες, λες και κάποιος από δαύτους μου «βούτηξε» την πένα και ξεκίνησε να γράφει. Μόλυνε την αποθηκούλα μου, την μικρή μου αποθηκούλα, το μυαλό μου, το φτωχό μου μυαλό και την ψυχή μου. Γι’ αυτό καλύτερα να πάψετε να διαβάζετε όσο είναι καιρός. Όχι, τώρα που το σκέφτομαι είναι καλύτερα να μπαίνετε πού και πού και να διαβάζετε. Όχι, όχι! Να μην διαβάζετε. Απλά να μπαίνετε. Να χτυπάτε μ’ ένα κλικ του ποντικιού σας τη σελίδα και να μοιάζει σαν να’ χω παρέα. Ναι, αυτό να κάνετε. Ν’ αυξάνονται τα νούμερα στις «Προβολές Σελίδων Σήμερα» και να χαμογελάω. Μετά, όπως κάθε βράδυ, θα παίρνω τηλέφωνο να μάθω για το υπόλοιπο του χρόνου ομιλίας μου, 5 ή 6 φορές σε μια ώρα και για κανένα μισάωρο περίπου θ’ ακούω μια άλλη φωνή να μου λέει την ώρα: «Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι 3 και 45 λεπτά και 50 δευτερόλεπτα…Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι 3 και 46 ακριβώς…» Όμως, αυτά, δεν τα κάνω εγώ. Τα κάνουν οι άλλοι, οι τρελοί… Σωστά;

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2011

Μια ακόμα μέρα πέρασε...


Κλείστηκα πάλι στο δωμάτιό μου με το παντζούρι ερμητικά κλειστό, να μην ακουμπήσει ούτε μια ακτίνα ήλιου το δέρμα μου, και καταριέμαι την ώρα που θα πρέπει να βγω και πάλι έξω. Τον σιχάθηκα τον ήλιο σήμερα. Τα είπα στην Βάσω και βγήκαν από μέσα μου, όμως δεν αρκεί. Ο πόνος όσο περνάει ο καιρός μαλακώνει, όμως τη θέση του παίρνουν ένα σωρό τύψεις κι ένα κενό που κάποτε θα με ρουφήξει μέσα του. Καθόταν κι άκουγε η Βάσω, χωρίς να πιστεύει στ’ αυτιά της. Το μόνο που μου είπε είναι να το πω στον…μεγάλο, μήπως μπορεί να με βοηθήσει. «Σίγουρα μπορεί να σε βοηθήσει. Έχετε ένα ιδιαίτερο δέσιμο». Αυτό είπε και συνέχισε να κόβει τα πόδια του Charlie Chaplin. Τι να του πω κι εκείνου; Έχει ακούσει αρκετά. Δεν θέλω να του γίνομαι και βάρος. Δεν είμαι η μοναδική του έννοια. Όχι, δεν είμαι καθόλου έννοια του. Από πού κι ως πού δηλαδή να είμαι; Σήμερα, έγινα ρεζίλι στην πρωινή προσευχή. Ακολούθησαν ένα σωρό υπέρλαμπρα σχόλια για το «εξαιρετικό δείγμα από την κ. Παπαναρέτου». Καλάα… Δεν παραπονιέμαι, όμως. Το αντίθετο. Όλο το σκηνικό μ’ έκανε να γελάσω. Βέβαια ο Χρήστος βρήκε ευκαιρία να με δουλεύει (και δεν σταμάτησε λεπτό), ο Θάνος βρήκε κι αυτός τροφή ν’ αρχίσει το κλασικό του: «Εδώ υπάρχει ένας έρωτας μεγάλος…» κτλ. κτλ. και ο Ξενοφών μου ζητούσε όλη μέρα ένα αυτόγραφο και δεν σταμάτησε μέχρι που του το έδωσα (σ’ ένα φουξ υπέροχο χαρτάκι). Ο Γιάννης μου είπε ότι δεν κατάλαβε τίποτα απ’ το κείμενό μου. Στην αρχή απόρησα. Ποιο κείμενο; Μετά κατάλαβα. Αυτό πάλι πού το πας;! Μέχρι και η καθηγήτρια των Αγγλικών μου το διάβασε. Και μετά μου έλεγε η κ. Ζ. πως το θέμα δεν θα πάρει τόσο μεγάλες διαστάσεις. Καλά… Λες και δεν τους ξέρω τι είναι! Πέρασε το δύσκολο κομμάτι αυτής της μέρας… Τώρα αναμένουμε με αγωνία την 25η Μαρτίου. Άντε να δούμε πώς θα περάσει εκείνη η μέρα, που θα μ’ αφήσουν να γιορτάσω τη γιορτή μου μόνη. Να γιορτάσω είπα; Ναι, τρομερή γιορτή…

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011

δικαιολογίες για τα αδικαιολόγητα


Πριν 2 χρόνια στις 11 Μαρτίου πέθανε ένας φίλος… Όχι, ψέματα. Κάτι παραπάνω από φίλος. Ο άνθρωπός μου. Οι μέρες κοντοζυγώνουν και οι τύψεις δίνουν και παίρνουν. Φυσικά, τα τελευταία δύο χρόνια δεν μ’ έχουν αφήσει σε ησυχία, όμως αυτές τις μέρες τρυπώνουν στο μυαλό μου αδιάκοπα. Δεν έχω όρεξη να μιλήσω, να κοιμηθώ, να γυρίσω σπίτι ή να φύγω απ’ το σπίτι, να χορέψω, να ξυπνήσω, ούτε να γράψω καλά – καλά. Αυτό είναι μια απελπισμένη προσπάθεια να αισθανθώ λιγάκι καλύτερα. Τους τελευταίους μήνες παρασύρθηκα. Ξεχάστηκα και αφέθηκα. Δέθηκα και αγάπησα βαθειά – τολμώ να πω – χωρίς να σκεφτώ το «μετά», μα ούτε και το «πριν». Αυτή τη στιγμή αισθάνομαι ότι θέλω μόνο να πω ένα τεράστιο «ευχαριστώ», όμως είμαι ένα αχάριστο κωλόπαιδο και δεν μπορώ… Δεν μου βγαίνει. Όμως, θα απομακρυνθώ. Όπως και να’ χει θα απομακρυνθώ. Ελπίζω μόνο να μην με παρεξηγήσει. Μόνο να…είναι που θα μου λείψουνε κάτι ιδιόμορφα 20λεπτα σε κάτι νεκρές ώρες και που δεν θα μιλάω πια και κάτι όμορφα λόγια που μου δίνουν λίγη ζωή παραπάνω. Ύστερα, σκέφτομαι πότε πέρασαν δυο χρόνια και, το κυριότερο, πώς πέρασαν αυτά τα δυο χρόνια; Και αποφασίζω πως αυτή τη φορά πρέπει να προστατέψω την ψυχή μου. Πρέπει να την προστατέψω από μένα, που τα παίρνω όλα τόσο σοβαρά, που δέθηκα, που παρασύρθηκα και πίστεψα ότι μπορώ να βρω έναν κλώνο – υποκατάστατο και να’ ναι όλα όπως πριν. Για να την προστατέψω, λοιπόν, θα πρέπει να φύγω μακριά, να τρέξω. Αυτή πρέπει να’ ναι η σωστή λύση, γιατί λένε πως ο δυσκολότερος δρόμος είναι και ο πιο σωστός. Μόνο να…είναι που θα μου λείψει…

Μη μου αγχώνεσαι, απλά επιβιβάζομαι κι εγώ στη μονιμότητα. Μπορώ και συμβιβάζομαι και βλέπω τώρα την ουσία...Κι από άνθρωπός σου σταρερός, όσο περνάει ο καιρός, θα γίνομαι εκκρεμότητα...

Τρίτη 8 Μαρτίου 2011

Κάτι από την προσωπική μας επικαιρότητα...

 Το κείμενο το έχει γράψει ένας φίλος και μου ζήτησε να το αναρτήσω. Φυσικά, δεν μπορώ να μην σχολιάσω. Εντάξει, μην τρομάζετε. Τα περισσότερα του τα είπα κατ' ιδίαν οπότε, δεν θα πω πολλά. Θα πω μόνο ότι είναι η πρώτη φορά που γράφει, γι' αυτό επιβάλλεται να είμαστε επιεικείς (μίλησε η μεγάλη συγγραφέας τώρα...:P). Νομίζω ότι δεν έχω κάτι άλλο να πω. Αυτό μόνο...Οπότε, καλή ανάγνωση...

Ο κόσμος μοιάζει χαμένος. Άγχος, βιασύνη, ανασφάλεια… Όλα συντελούν σε μια κοινωνία αποπροσανατολισμένη. Λίγο η οικονομία, λίγο οι θεσμοί και οι άξιες που διέρχονται περίοδο κρίσης. Και εμείς , η νέα γενιά, να μην μπορούμε να αντιδράσουμε ή να επαναστατήσουμε. Όχι γιατί δεν μπορούμε, ούτε γιατί θέλουμε να δείξουμε το << καλό >> μας πρόσωπο απέναντι στην κοινωνία. Απλά έτσι μας φτιάξανε… Φτάσαμε στο σημείο από το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας μας να ανησυχούμε και να αποφασίζουμε για μια ζωή. Δεύτερη ευκαιρία δεν δίνεται… Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι δεν υπάρχει. Κατά την λαϊκή ρήση : « Ο έξυπνος και ο εργατικός προκόβει». Όποιος θέλει κυνηγά το όνειρο του. Εμπόδια πάντα υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν. Ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα αλλά και ούτε και με αγκάθια. Θα υπάρξουν και εύκολες και δύσκολες στιγμές. Στην ζωή θα φανείς αν αντέχεις, αν έχεις φτιαχτεί με γερή καρδιά και στομάχι. Για να αντέξεις τις <<γροθιές>> και τις συγκινήσεις της ζωής. Γιατί στην ζωή μετράνε οι στιγμές που σου κόβεται η ανάσα και όχι αυτές που απλά ανασαίνεις. Σιγά-σιγά εξαλείφεται η παιδικότητα από τα πρόσωπα μας και τα κορμιά μας, μα πάντα στις καρδιές και στις ψυχές μας θα υπάρχει χαραγμένη η ανεμελιά και η ξενοιασιά. Γιατί όσος καιρός και αν περάσει, έτσι πιστεύω δηλαδή, πάντα στην ψυχή μας θα υπάρχει η ξενοιασιά. Με το χαμόγελο και με την αγάπη γυρίζει η Γη. Ούτε με τα χρήματα, ούτε με τα υλικά αγαθά γυρίζει. Μόνο με την αγάπη και την ευτυχία. Χάσαμε την ηλικία μας από το άγχος για το μετά. Βεβαία δεν λείπουν και φαινόμενα ανευθυνότητας αλλά όχι και έτσι. Όλοι θα τελειώσουμε μια σχολή είτε αυτή είναι της πρώτης μας επιλογής, είτε παραπλήσια από αυτό που θέσαμε ως αρχικό στόχο, είτε απλά έτσι για να γίνεις φοιτητής. Η τελευταία κατηγορία βεβαία νομίζει ότι ανήκει σε διαφορετική κοινωνική διαστρωμάτωση, μη ανησυχώντας για το μέλλον, παρά μόνον για την στιγμή, και με έτοιμα χρήματα από τους γονείς. Καταλαβαίνω πως η σκέψη μου είναι μπερδεμένη, ακριβώς όπως μπερδεμένος είμαι και εγώ. Και από αυτούς που πραγματοποίησαν εν μέρη ή όλο το όνειρο τους ποιος σκέφτεται να πορευτεί στον ιδιωτικό τομέα, όχι σαν υπάλληλος μα να ιδρύσει την δική του εταιρία. Παλαιοτέρα υπήρχαν περιθώρια για λάθη. Τώρα όμως οι κινήσεις και οι πράξεις μας είναι προκαθορισμένες. Στην ζωή θα χρειαστεί πολλές φορές να δοκιμαστείς, να έχεις υψηλό ρίσκο, και όμως να το παίρνεις. Να ποντάρεις εναντία στην προκατάληψη και στην ιδεολογία της ζωής και με στόχο την απολυτή νίκη. Και αν χάσεις, θα λάβεις σημαντικά μαθήματα για την ζωή. Γιατί, εξίσου σημαντικό είναι να τελειώσεις και το σχολειό της ζωής. Η εκπαίδευση είναι εξίσου σπουδαία, μα ακόμη περισσότερο η αξιοποίηση της. Οι πρόγονοί μας έλεγαν : « Βαλτέ όσο πιο πολλά ‘βραχιόλια’ μπορείτε στα χεριά σας». Ζούμε σε έναν κόσμο που προσπαθεί να έχει στην κατοχή του όσα περισσότερα γίνονται, αγνοώντας την ποιότητα αυτών. Ολοένα και περισσότερο επικρατεί το ‘έχειν’ έναντι του ‘είναι’. Ο υλικός ευδαιμονισμός και ο υπερκαταναλωτισμός βρίσκονται στο απόγειο τους. Η ποσότητα επικρατεί έναντι της ποιότητας. Η ψυχή είναι αυτή που μένει και το πνεύμα αυτό που καθορίζει τον άνθρωπο. Δουλεύουμε και ξεχάσαμε να ζούμε. Παραμελούμε το πνεύμα για να εργαστούμε με υπερωρίες με σκοπό την αύξηση των απολαβών μας. Και το πνεύμα? Τώρα είναι καιρός, λοιπόν, να αφυπνιστούμε, να μην χαθούμε στις ψεύτικες άξιες της ζωής. Αφού, λοιπόν, η κοινωνία μας προάγει σε αυτήν την ηλικία που βρισκόμαστε να διαβάζουμε μηχανικά, αφομοιώνοντας τεράστιες ποσότητες γνώσεων, μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε ως μέσο επανάστασης. Γιατί η επανάσταση της γενιάς μας δεν θα είναι μόνο οι πορείες κατά της κοινωνίας και της τροπής που έχουνε πάρει τα πράγματα. Πρέπει να γυρίσουμε τα ‘μάτια προς τα μέσα’ και να δούμε τα γαμώτο μας τα ελαττώματα μας, τις δυνάμεις μας. Δεν μπορούμε να επιρρίπτουμε ευθύνες στους άλλους, φταίμε και εμείς για κάποια πράγματα. Είμαστε μπερδεμένοι, εγκλωβισμένοι στους φόβους μας, ταμπουρωμένοι στον κόσμο μας. Ένα μεγάλο μέρος των συμμαθητών μου, μέσα σε αυτούς και εγώ, σκέφτονται να σπουδάσουν και να εργαστούν στο εξωτερικό. Λες και εκεί μας περιμένουν με ανοιχτές τις αγκαλιές. Η φαντασία μας καλπάζει, μα πρέπει που και που να γειωνόμαστε. Το χαρτί και το στυλό η δύναμη μας και η σκέψη και η θέληση η υπομονή. Έτσι θα κάνουμε την επανάσταση μας. Ζούμε στο έπακρο, ακόμη και αν αυτά τα όρια έχουν τεθεί από άλλους για εμάς, την ζωή μας, με τον έρωτα την χαρά την αγάπη, την ευτυχία. Συναισθήματα για τα όποια έχουν γράφει ύμνοι. Αυτό προσπαθούμε να πρεσβεύσουμε, όμως κάτι μας καθηλώνει. Διάβασμα, σχολειό, φροντιστήριο και τούμπαλιν. Περιμένουμε το τέλος αυτού του μαρτυρίου. Προτιμούμε όμως να προετοιμαστούμε για αυτήν την μάχη για να επιβιώσουμε από αυτήν. Όμως στους δύσκολους καιρούς μαθαίνει ο άνθρωπος να εκτιμά. Γιατί εξασκεί την κριτική του ικανότητα. Κι όμως, βυθίζεται και πάλι στο εγώ του, αποξενώνεται. Πνίγεται, μα και οι παρούσες καταστάσεις τον βουλιάζουν περισσότερο, με τα χεριά τους τυλιγμένα γύρω από τον λαιμό του, πιέζοντας τον. Πρέπει να ξεφύγεις, μπορείς. Ανάλαβε δράση, πάρε την ζωή στα χεριά σου. Η ζωή είναι σαν ένα παιχνίδι σκάκι. Πρέπει να δώσεις τον καλύτερο σου εαυτό σε κάθε παρτίδα, ακόμα και αν ξέρεις πως είναι χαμένη. Πάλεψε μέχρι το τέλος. Η ζωή στο τέλος σε κερδίζει, όμως δεν μετρά το αποτέλεσμα του παιχνιδιού. Η διαδικασία είναι σημαντική, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα. 

Μάριος Πετρίδης

Παρασκευή 4 Μαρτίου 2011

Sans Titre...

Απίθανη μέρα η σημερινή...Δεν έχω να πω πολλά...Μόνο ένα:
-Θα μου ζωγραφίσεις κι εσύ κάτι;
-Εγώ;! Εγώ δεν ξέρω να ζωγραφίζω!
-Α! Και τι ξέρεις να κάνεις;
Σιωπή… Τι ξέρω να κάνω;! Τι στο διάολο ξέρω να κάνω;! Γιατί δεν μπορώ να βρω μια απάντηση ρε γαμώτο;! Γιατί δεν μπόρεσα να βρω μία;! Μια κωλοαπάντηση μόνο χρειαζόμουν!!! Μια κωλοαπάντηση χρειάζομαι… Τι ξέρω να κάνω;….

Τρίτη 1 Μαρτίου 2011

Glaces Et Autres...



Μόλις έφαγα το πρώτο παγωτάκι της χρονιάς!!! Ouiiiiiii!!!!!!!!! Και ήταν…υπερτέλειο!!! Κρέμα φουντούκι με επικάλυψη σοκολάτας… Ναι, λιώστε τώρα στις οθόνες και τρέξτε στο ψυγείο! :P Διανύω το μισάωρο της ημέρας που είμαι κεφάτη. Άτιμη εφηβεία… Άλλους μας ανεβάζεις κι άλλους μας ρίχνεις στα τάρταρα! Σήμερα, άκουσα και δυο – τρία καλά λόγια. Η Ελενίτσα με κοίταξε με κάτι ματάκια τόσο αθώα και μ’ ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά και μου λέει: «Αχ, Εβίτα, είσαι πολύ καλή!». Τώρα, τι να πω;! Κράτησα, όπως πάντα, αμυντική στάση. Ένα συγκρατημένο χαμόγελο και συνέχισα να κάνω ανοίγματα. Pretty bitchy, I know… «Είναι εξαιρετικό παιδί…» και μια συνέχεια προβλέψιμη για να μην ξεχνάμε και το χιούμορ μας – η δεύτερη φράση. Εξαιρετικό παιδί δεν είμαι εγώ. Εξαιρετικό παιδί είναι η Β. Εγώ το μόνο που κάνω είναι αυτό που μ’ αρέσει, άσχετα αν αυτό συνεπάγεται ότι βοηθάω κάποιον. Ενώ η Β…. Σκίζεται να κάνει ότι της ζητήσεις κι είναι τόσο ειλικρινές πλάσμα. Θα’ θελα να αφιερώσω μια ανάρτηση μόνο γι’ αυτήν. Δεν ξέρω, όμως, αν θα μου έφτανε… Μου’ χε πει πριν μερικούς μήνες ότι εγώ είμαι η έμπνευσή της, γι’ αυτό που ετοιμάζει/(ουμε). Ούτε και τότε ήξερα τι να πω… Απλά γέλασα και γύρισα το κεφάλι αλλού. Αυτός ο φόβος μου για τους ανθρώπους μου τρώει τα σωθικά ώρες-ώρες. Προχθές πάλι με ξάφνιασε όσο δεν μ’ έχει ξαφνιάσει κανείς. Πώς στο διάολο το κατάλαβε – και μάλιστα εδώ και καιρό – δεν μπορώ να καταλάβω. Είναι η ικανότητά της να διαβάζει τους ανθρώπους. Και ξέρω ότι τρέμει τον τίτλο «καλλιτέχνης» ή «ζωγράφος», όμως ξέρω ακόμα ότι τον αξίζει. Τον αξίζει πολύ περισσότερο από την Λ. ή τον Α., κι από μένα. Ειδικά από μένα, που δεν θεωρώ τον εαυτό μου «καλλιτέχνη» ή «συγγραφέα», τίτλοι που μου έχουν αποδώσει κατά καιρούς χωρίς να τους αξίζω. Περνά το μισάωρο κι αρχίζει το επόμενο… Άτιμη εφηβεία! Κοιμήθηκα χθες!!! Καλά, εντάξει, κατά τις 2, αλλά κοιμήθηκα!! Καλά, εντάξει, αφού ήπια μονοκοπανιά λίγο (ή μήπως ήταν πολύ;…) κουμκουάτ (αχ κουμκουάτ…Κέρκυρα…), αλλά κοιμήθηκα! Καλά, εντάξει, αφού ξέρασα (λιγάκι…) πιο πριν, αλλά κοιμήθηκα. Καλά, εντάξει, είχα πονοκέφαλο το πρωί, αλλά κοιμήθηκα… Οπότε…όλα καλά…μάλλον. Σήμερα, την τελευταία ώρα, είχα ξαπλώσει πάνω στο θρανίο και με βλέμμα κενό σκάρωνα στιχάκια. Είχα καιρό να το κάνω. Έχει πλάκα. Έβαζα κι έβγαζα λέξεις σαν τρελή μέχρι που βγήκε αυτό που ήθελα. Ζήτησα απ’ το Αννιώ ένα στυλό γρήγορα και το έγραψα στο πρώτο βιβλίο που βρήκα μπροστά μου.

Εσύ με βλέπεις με τα μάτια
Και μ’ ακούς με τ’ αυτιά.
Όμως, εγώ θέλω με τα μάτια
Να μ’ ακούς και
Με τ’ αυτιά να βλέπεις.
Θέλω να σου ψιθυρίζω και
Τη μορφή μου να φαντάζεσαι.
Να με κοιτάς και
Να μαντεύεις τη φωνή μου…

Και για σένα, τι να πω; Έχω πει αρκετά, έχω νιώσει άλλα τόσα κι έχω πονέσει στο διπλάσιο. Μια σελίδα λευκή. Πώς να φτάσω εκεί; Με τι λέξεις; Να’ χα χίλιες φωνές να ακούς, κι όποια θες να διαλέξεις… Δυο σελίδες λευκές, σου’ χω κι άλλες να καις. Είμαι ανήμπορη. Κοίτα, δε σε φτάνει καμιά. Καραβάκι η μια και η άλλη σαΐτα… Καραβάκια και σαΐτες για ταξίδι ξεκινούν. Όσες νίκες, τόσες ήττες, αν αντέξεις, θα σε βρουν… Πάλι άρχισα να παραμιλάω…. Την βαλεριάνα μου γρήγορα!!!

Χαμένες Ψυχές



Απ’ το σαλόνι ως το δωμάτιο,
πάντα η ίδια διαδρομή,
μ’ ένα μπουκάλι ουίσκι στο χέρι,
μια βότκα στο τραπέζι ανοιχτή
και κάτι γυαλιά στο πάτωμα
από ένα ποτήρι που έσπασε πιο πριν.

Καλοπιάνω το τηλέφωνο,
μήπως και χτυπήσει,
μήπως κάποιος με γυρέψει,
μήπως δω κάποιον γνώριμο αριθμό.
Όμως, σιωπή.

Και να με καλούσες, ποια η διαφορά;
Αφού, απ’ τις εισερχόμενες,
τ’ όνομά σου θα σβηστεί.

Κοιτάζω το ταβάνι,
έπειτα δεξιά και λίγο αριστερά,
μα όλα είναι ίδια, ασάλευτα και βαρετά.
Κάθομαι στην πόρτα με τα πόδια λυγισμένα
και ψιθυρίζω προσευχές,
μήπως και σε δω να μπαίνεις.
Όμως, κανείς.

Και να ερχόσουν, ποια η διαφορά;
Αφού, έτσι κι αλλιώς, μας χωρίζουν
ένα εκατομμύριο χιλιόμετρα.

Αυτή τη σιωπή δεν την αντέχω,
με καταστρέφει.
Φωνάζω, ν’ ακουστώ,
για να την σπάσω.
Όμως, δεν έχω πια φωνή.

Και να μου’ χε μείνει λίγη, ποια η διαφορά;
Αφού δεν είναι κανείς να την ακούσει.

Και βλέπω τη ζωή σαν υποχρέωση,
σαν μια εκκρεμότητα,
που πρέπει επιτέλους να τελειώνει.
Και παίρνω ένα τηλέφωνο,
μια κλήση χωρίς χρέωση,
ν’ ακούσω μια φωνή να μου μιλά.
«Παρακαλώ περιμένετε» μου λέει
και κλείνω βιαστικά.

Και να’ χα μείνει στη γραμμή, τι θα’ χε γίνει;
Αφού, έτσι κι αλλιώς, η σιωπή θα μ’ έπνιγε μετά...